Όταν η ελληνική "τίγρης"... έμαθε ξανά να βρυχάται...
ΙΣΩΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΤΑΖ. |
Έναν φουτουριστικό μύθο, με... ηθικό δίδαγμα που απευθύνεται σε όσους θέλουν την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης, «πλέκουν» οι αναλυτές της HSBC, σε έκθεσή τους με ημερομηνία 4 Απριλίου 2012.
Η αφήγησή τους ξεκινάει από τα τέλη του 2015, σε μία Ελλάδα πολύ διαφορετική από τη σημερινή...
«Στα τέλη του 2015 η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να κοιτάξει προς τα πίσω με κάποια ικανοποίηση για τα πρόσφατα επιτεύγματά της. Ο έξω κόσμος, που κάποτε ήταν τόσο απελπισμένος με την Αθήνα, τώρα έβλεπε μια ‘Ελληνική Τίγρη’. Το ελληνικό χρηματιστήριο, που είχε υποχωρήσει 90% από τα υψηλά του 2007 έως τις αρχές του 2013, ανέκαμπτε εκ νέου. Τα επιτόκια δανεισμού, που κάποτε βρίσκονταν στην στρατόσφαιρα, τώρα ήταν πολύ χαμηλότερα από της Ιταλίας ή της Ισπανίας. Και ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης δεν βρισκόταν σε διψήφια ποσοστιαία επίπεδα, η Ελλάδα αποτελούσε διέξοδο για κεφάλαια από την Κίνα και τη Ινδία.
Έχοντας αποκόψει τους δεσμούς της με την Ευρώπη, μετά από αυτό που έγινε γνωστό ως ‘ή συμφορά’, τώρα το μέλλον της Ελλάδας έμοιαζε εξασφαλισμένο, αντανακλώντας τους αναπτυσσόμενους δεσμούς της με τις πιο δυναμικές οικονομίες του κόσμου. Ακόμα και όταν οι πρώην Ευρωπαίοι εταίροι της απομακρύνθηκαν, η Ελλάδα βρήκε νέες πηγές οικονομικής στήριξης, χάρη στις βαθιές τσέπες των Ρώσων -που σχεδίαζαν να κατασκευάσουν έναν γιγαντιαίο τερματικό σταθμό φυσικού αερίου στη Θεσσαλονίκη, στο σημείο κατάληξης του νέου αγωγού- και των Κινέζων.
Ακόμη και κατά τη διάρκεια της ‘συμφοράς’, η Κίνα είχε δείξει ενθουσιασμό για κάθε τι ελληνικό: οι λειτουργία των εμπορευματικών σταθμών του Πειραιά είχε μεταφερθεί στην COSCO Pacific Ltd και το λιμάνι έχει αναδειχθεί σε κόμβο για τα κινεζικά προϊόντα που κατευθύνονται στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, την Αραβική Χερσόνησο και τη Βόρεια Αφρική (προκαλώντας εκνευρισμό στην Τουρκία). Στο μεταξύ, η Ελλάδα είχε κυριαρχήσει στην κινεζική αγορά ελαιολάδου, αποκόπτοντας τους ανταγωνιστές της λόγω της πολύ πιο ανταγωνιστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Η απόφαση της Αθήνας να βγει από την Ευρωζώνη -και την Ευρωπαϊκή Ένωση- είχε ληφθεί με ‘βαριά καρδιά’. Ο ελληνικός λαός ήθελε να είναι μέρος της Ευρώπης αλλά αισθανόταν όλο και πιο εγκαταλελειμμένος στην οικονομική κρίση. Βεβαίως, ορισμένοι από τους πολιτικούς είχαν υπάρξει ‘φειδωλοί’ στο να πουν την αλήθεια, οι πιο πλούσιοι Έλληνες είχαν βρει τρόπους να ξεφεύγουν από την εφορία, αλλά, μετά από τρία χρόνια καταστροφής και με το εισόδημα να έχει υποχωρήσει 25%, ήταν ώρα να προχωρήσει μπροστά.
Αρχικά η εισαγωγή της ‘νέας δραχμής’ έμοιαζε με καταστροφή: οι Έλληνες που διέθεταν ρευστότητα απέσυραν όλα τους τα χρήματα από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, προκειμένου να αποφύγουν τη μετατροπή των ευρώ τους σε υποτιμημένες δραχμές. Ως αποτέλεσμα., το νέο νόμισμα έχασε τη μισή του αξία έναντι του ευρώ. Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε επιπλέον 8% καθώς η τραπεζική κρίση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ωστόσο, με την καθιέρωση ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων και στην αγορά συναλλάγματος -μιμούμενη πρακτικές που έχουν καταγραφεί σε ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες- η Ελλάδα μπόρεσε σύντομα να προστατευθεί από τις διακυμάνσεις στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες, η εγχώρια οικονομική κατάρρευση είχε ανακοπεί.
Την απειλή του πληθωρισμού και τις ραγδαία αυξανόμενες τιμές εισαγωγών ακολούθησαν αιτήματα για μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις, αλλά χωρίς τη στήριξη πια των πρώην εταίρων της στην Ευρώπη, η ελληνική κυβέρνηση έπεισε τους πολίτες ότι η λιτότητα ήταν απαραίτητη για την ‘μία κι έξω’ βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Μέσα με μερικούς μήνες, υπήρξαν ενδείξεις ανάκαμψης των εξαγωγών. Η οικονομία σιγά-σιγά έβρισκε την ισορροπία της.
Αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή. Μετά την κατάρρευση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, και την τελική ανταλλαγή χρέους, η Ελλάδα πολύ γρήγορα είχε καθιερωθεί ως ένας εξόχως ελκυστικός προορισμός επενδύσεων για ξένους επενδυτές που αναζητούσαν πρόσβαση σε ένα δυναμικό μέρος του κόσμου, ειδικά μετά τις αλλαγές που είχε επιφέρει η Αραβική Άνοιξη. Καθώς οι επενδύσεις έρχονταν, η αντιδράσεις από τις εγχώριες συνδικαλιστικές ενώσεις έπαυσαν: ομολογουμένως, οι εργασιακές πρακτικές έπρεπε να προσαρμοστούν αλλά κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει την ξαφνική και καλοδεχούμενη υποχώρηση της ανεργίας, αποτέλεσμα της εισροής ξένων κεφαλαίων.
Η Ευρώπη παρακολουθούσε αυτή την αναγέννηση με αίσθημα ζήλιας, αλλά και αγωνίας – οι πολιτικοί είχαν επανειλημμένα προειδοποιήσει την Ελλάδα για το κόστος εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ, η οποία ωστόσο έδειχνε να βγαίνει από την κρίση ανέπαφη.
Μετά την επιτυχία της Ελλάδας, η κόλαση χτυπούσε τις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ευρωζώνης. Η Γερμανία απαιτούσε ακόμη λιτότητα από την Ισπανία, την Ιταλία και τους ομοίους τους, παρά το γεγονός ότι οι οικονομίες τους διένυαν τον τέταρτο χρόνο συρρίκνωσης. Καθώς οι επενδυτές τιμολογούσαν την πιθανότητα εξόδου της Ιταλίας ή της Ισπανίας από το ευρώ, τα κόστη δανεισμού για τον Ευρωπαϊκό Νότο αυξήθηκαν δραματικά. Η αντίθεση μεταξύ της ελληνικής επιτυχίας και της Ισπανικής και Ιταλικής αποτυχίας ήταν εμφανής, τόσο που οι Ισπανοί και οι Ιταλοί άρχισαν να ζητούν τη δική τους εκδοχή της ελληνικής σωτηρίας.
Οι Γερμανοί στο μεταξύ άρχισαν να αναρωτιούνται τι πήγε τόσο στραβά. Νόμιζαν ότι η λιτότητα θα έλυνε όλα αυτά τα προβλήματα. Πίστευαν ότι οι δημοσιονομικά απείθαρχοι τελικά θα τους υπάκουαν. Η Bundesbank είχε αντιταχθεί με σφοδρότητα σε οποιοδήποτε πρόγραμμα στήριξης των πιο αδύναμων μελών του ευρώ, φοβούμενη δημοσιονομική διολίσθηση. Ωστόσο, απέναντι στην προοπτική διάλυσης της Ευρωζώνης, το ρίσκο για τη Γερμανία ήταν προφανές – μία τεράστια άνοδος της αξίας του νομίσματός της, ικανή να εξαφανίσει τεράστια κομμάτια της γερμανικής βιομηχανίας.
Η Anglela Merkel, που τώρα ήταν η grande dame της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, αναγνώρισε αυτό τον κίνδυνο. Το να υποχρεώσει την Ελλάδα να εγκαταλείψει το ευρώ αποδείχθηκε ότι ήταν λάθος. Τα κόστη για την Ελλάδα αντισταθμίστηκαν από τα οφέλη. Κομμάτια της Ευρωζώνης ωστόσο, βάλτωναν στην ύφεση. Η κυρία Merkel αντιμετώπιζε μία επιλογή: είτε να πιέσει για τη δημιουργία δημοσιονομικής ένωσης που θα ‘κλείδωνε’ για πάντα τις μεταβιβαστικές πληρωμές, τις οποίες στην περίπτωση της Ελλάδας είχε ‘πολεμήσει’ με σθένος, είτε να κατευθυνθεί προς μια γερμανική έξοδο από το ευρώ, με ό,τι αυτό θα σήμαινε για τη γερμανική βιομηχανία.
Το στοίχημα της Γερμανίας είχε αποτύχει. Στην προσπάθεια να τιμωρήσει την Ελλάδα, κατέληξε αντιμέτωπη με μία αδύνατη επιλογή: μία δημοσιονομική ένωση ή μία τεράστια ανατίμηση του νομίσματός της. Το Βερολίνο σημάδευε την Ελλάδα, αλλά πυροβόλησε το πόδι του».
Αυτή η φανταστική ιστορία, σημειώνουν οι αναλυτές της HSBC, δύσκολα αποτελεί μία ορθόδοξη προσέγγιση. Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, εξηγούν, «αν και η ανάληψη εκ μέρους της COSCO του ελέγχου εμπορευματικών σταθμών στον Πειραιά είναι αλήθεια». Αλλά η ιδέα ότι αφού η Ελλάδα εγκαταλείψει το ευρώ, μετά στην Ευρωζώνη «θα ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» είναι σίγουρα λανθασμένη. Μία τέτοια έξοδος μπορεί τελικά να αποτελέσει απάντηση στις δυσκολίες της Ελλάδας, αλλά για όλους τους άλλους εγείρει σοβαρά ερωτήματα
Η αφήγησή τους ξεκινάει από τα τέλη του 2015, σε μία Ελλάδα πολύ διαφορετική από τη σημερινή...
«Στα τέλη του 2015 η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να κοιτάξει προς τα πίσω με κάποια ικανοποίηση για τα πρόσφατα επιτεύγματά της. Ο έξω κόσμος, που κάποτε ήταν τόσο απελπισμένος με την Αθήνα, τώρα έβλεπε μια ‘Ελληνική Τίγρη’. Το ελληνικό χρηματιστήριο, που είχε υποχωρήσει 90% από τα υψηλά του 2007 έως τις αρχές του 2013, ανέκαμπτε εκ νέου. Τα επιτόκια δανεισμού, που κάποτε βρίσκονταν στην στρατόσφαιρα, τώρα ήταν πολύ χαμηλότερα από της Ιταλίας ή της Ισπανίας. Και ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης δεν βρισκόταν σε διψήφια ποσοστιαία επίπεδα, η Ελλάδα αποτελούσε διέξοδο για κεφάλαια από την Κίνα και τη Ινδία.
Έχοντας αποκόψει τους δεσμούς της με την Ευρώπη, μετά από αυτό που έγινε γνωστό ως ‘ή συμφορά’, τώρα το μέλλον της Ελλάδας έμοιαζε εξασφαλισμένο, αντανακλώντας τους αναπτυσσόμενους δεσμούς της με τις πιο δυναμικές οικονομίες του κόσμου. Ακόμα και όταν οι πρώην Ευρωπαίοι εταίροι της απομακρύνθηκαν, η Ελλάδα βρήκε νέες πηγές οικονομικής στήριξης, χάρη στις βαθιές τσέπες των Ρώσων -που σχεδίαζαν να κατασκευάσουν έναν γιγαντιαίο τερματικό σταθμό φυσικού αερίου στη Θεσσαλονίκη, στο σημείο κατάληξης του νέου αγωγού- και των Κινέζων.
Ακόμη και κατά τη διάρκεια της ‘συμφοράς’, η Κίνα είχε δείξει ενθουσιασμό για κάθε τι ελληνικό: οι λειτουργία των εμπορευματικών σταθμών του Πειραιά είχε μεταφερθεί στην COSCO Pacific Ltd και το λιμάνι έχει αναδειχθεί σε κόμβο για τα κινεζικά προϊόντα που κατευθύνονται στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, την Αραβική Χερσόνησο και τη Βόρεια Αφρική (προκαλώντας εκνευρισμό στην Τουρκία). Στο μεταξύ, η Ελλάδα είχε κυριαρχήσει στην κινεζική αγορά ελαιολάδου, αποκόπτοντας τους ανταγωνιστές της λόγω της πολύ πιο ανταγωνιστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Η απόφαση της Αθήνας να βγει από την Ευρωζώνη -και την Ευρωπαϊκή Ένωση- είχε ληφθεί με ‘βαριά καρδιά’. Ο ελληνικός λαός ήθελε να είναι μέρος της Ευρώπης αλλά αισθανόταν όλο και πιο εγκαταλελειμμένος στην οικονομική κρίση. Βεβαίως, ορισμένοι από τους πολιτικούς είχαν υπάρξει ‘φειδωλοί’ στο να πουν την αλήθεια, οι πιο πλούσιοι Έλληνες είχαν βρει τρόπους να ξεφεύγουν από την εφορία, αλλά, μετά από τρία χρόνια καταστροφής και με το εισόδημα να έχει υποχωρήσει 25%, ήταν ώρα να προχωρήσει μπροστά.
Αρχικά η εισαγωγή της ‘νέας δραχμής’ έμοιαζε με καταστροφή: οι Έλληνες που διέθεταν ρευστότητα απέσυραν όλα τους τα χρήματα από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, προκειμένου να αποφύγουν τη μετατροπή των ευρώ τους σε υποτιμημένες δραχμές. Ως αποτέλεσμα., το νέο νόμισμα έχασε τη μισή του αξία έναντι του ευρώ. Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε επιπλέον 8% καθώς η τραπεζική κρίση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ωστόσο, με την καθιέρωση ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων και στην αγορά συναλλάγματος -μιμούμενη πρακτικές που έχουν καταγραφεί σε ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες- η Ελλάδα μπόρεσε σύντομα να προστατευθεί από τις διακυμάνσεις στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες, η εγχώρια οικονομική κατάρρευση είχε ανακοπεί.
Την απειλή του πληθωρισμού και τις ραγδαία αυξανόμενες τιμές εισαγωγών ακολούθησαν αιτήματα για μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις, αλλά χωρίς τη στήριξη πια των πρώην εταίρων της στην Ευρώπη, η ελληνική κυβέρνηση έπεισε τους πολίτες ότι η λιτότητα ήταν απαραίτητη για την ‘μία κι έξω’ βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Μέσα με μερικούς μήνες, υπήρξαν ενδείξεις ανάκαμψης των εξαγωγών. Η οικονομία σιγά-σιγά έβρισκε την ισορροπία της.
Αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή. Μετά την κατάρρευση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, και την τελική ανταλλαγή χρέους, η Ελλάδα πολύ γρήγορα είχε καθιερωθεί ως ένας εξόχως ελκυστικός προορισμός επενδύσεων για ξένους επενδυτές που αναζητούσαν πρόσβαση σε ένα δυναμικό μέρος του κόσμου, ειδικά μετά τις αλλαγές που είχε επιφέρει η Αραβική Άνοιξη. Καθώς οι επενδύσεις έρχονταν, η αντιδράσεις από τις εγχώριες συνδικαλιστικές ενώσεις έπαυσαν: ομολογουμένως, οι εργασιακές πρακτικές έπρεπε να προσαρμοστούν αλλά κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει την ξαφνική και καλοδεχούμενη υποχώρηση της ανεργίας, αποτέλεσμα της εισροής ξένων κεφαλαίων.
Η Ευρώπη παρακολουθούσε αυτή την αναγέννηση με αίσθημα ζήλιας, αλλά και αγωνίας – οι πολιτικοί είχαν επανειλημμένα προειδοποιήσει την Ελλάδα για το κόστος εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ, η οποία ωστόσο έδειχνε να βγαίνει από την κρίση ανέπαφη.
Μετά την επιτυχία της Ελλάδας, η κόλαση χτυπούσε τις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ευρωζώνης. Η Γερμανία απαιτούσε ακόμη λιτότητα από την Ισπανία, την Ιταλία και τους ομοίους τους, παρά το γεγονός ότι οι οικονομίες τους διένυαν τον τέταρτο χρόνο συρρίκνωσης. Καθώς οι επενδυτές τιμολογούσαν την πιθανότητα εξόδου της Ιταλίας ή της Ισπανίας από το ευρώ, τα κόστη δανεισμού για τον Ευρωπαϊκό Νότο αυξήθηκαν δραματικά. Η αντίθεση μεταξύ της ελληνικής επιτυχίας και της Ισπανικής και Ιταλικής αποτυχίας ήταν εμφανής, τόσο που οι Ισπανοί και οι Ιταλοί άρχισαν να ζητούν τη δική τους εκδοχή της ελληνικής σωτηρίας.
Οι Γερμανοί στο μεταξύ άρχισαν να αναρωτιούνται τι πήγε τόσο στραβά. Νόμιζαν ότι η λιτότητα θα έλυνε όλα αυτά τα προβλήματα. Πίστευαν ότι οι δημοσιονομικά απείθαρχοι τελικά θα τους υπάκουαν. Η Bundesbank είχε αντιταχθεί με σφοδρότητα σε οποιοδήποτε πρόγραμμα στήριξης των πιο αδύναμων μελών του ευρώ, φοβούμενη δημοσιονομική διολίσθηση. Ωστόσο, απέναντι στην προοπτική διάλυσης της Ευρωζώνης, το ρίσκο για τη Γερμανία ήταν προφανές – μία τεράστια άνοδος της αξίας του νομίσματός της, ικανή να εξαφανίσει τεράστια κομμάτια της γερμανικής βιομηχανίας.
Η Anglela Merkel, που τώρα ήταν η grande dame της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, αναγνώρισε αυτό τον κίνδυνο. Το να υποχρεώσει την Ελλάδα να εγκαταλείψει το ευρώ αποδείχθηκε ότι ήταν λάθος. Τα κόστη για την Ελλάδα αντισταθμίστηκαν από τα οφέλη. Κομμάτια της Ευρωζώνης ωστόσο, βάλτωναν στην ύφεση. Η κυρία Merkel αντιμετώπιζε μία επιλογή: είτε να πιέσει για τη δημιουργία δημοσιονομικής ένωσης που θα ‘κλείδωνε’ για πάντα τις μεταβιβαστικές πληρωμές, τις οποίες στην περίπτωση της Ελλάδας είχε ‘πολεμήσει’ με σθένος, είτε να κατευθυνθεί προς μια γερμανική έξοδο από το ευρώ, με ό,τι αυτό θα σήμαινε για τη γερμανική βιομηχανία.
Το στοίχημα της Γερμανίας είχε αποτύχει. Στην προσπάθεια να τιμωρήσει την Ελλάδα, κατέληξε αντιμέτωπη με μία αδύνατη επιλογή: μία δημοσιονομική ένωση ή μία τεράστια ανατίμηση του νομίσματός της. Το Βερολίνο σημάδευε την Ελλάδα, αλλά πυροβόλησε το πόδι του».
Αυτή η φανταστική ιστορία, σημειώνουν οι αναλυτές της HSBC, δύσκολα αποτελεί μία ορθόδοξη προσέγγιση. Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, εξηγούν, «αν και η ανάληψη εκ μέρους της COSCO του ελέγχου εμπορευματικών σταθμών στον Πειραιά είναι αλήθεια». Αλλά η ιδέα ότι αφού η Ελλάδα εγκαταλείψει το ευρώ, μετά στην Ευρωζώνη «θα ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» είναι σίγουρα λανθασμένη. Μία τέτοια έξοδος μπορεί τελικά να αποτελέσει απάντηση στις δυσκολίες της Ελλάδας, αλλά για όλους τους άλλους εγείρει σοβαρά ερωτήματα
ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΕΝΑΡΙΟ ΤΡΟΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΜΕΣΑ ΣΕ ΛΙΓΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ ΔΗΛ. ΜΕΣΑ ΣΤΟ 2012 Η ΑΡΧΕΣ 2013.ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΑΝΕΛΑΒΕ Ο ΡΟΔΟΣΤΑΥΡΟΣ ΑΛΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΠΡΟΔΩΤΗΣ ΤΗΝ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ.