Εξετάσεις ιδεολογίας θα πρέπει
να δώσουν στις αρχές της νέας χρονιάς οι κινέζοι δημσιογράφοι, αν θέλουν
να διατηρήσουν τις δημοσιογραφικές τους ταυτότητες. Η απόφαση αυτή
αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα της αύξησης του ελέγχου που ασκεί στα μέσα
ενημέρωσης το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα υπό τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ.
Είναι η πρώτη φορά που οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να δώσουν μαζικά τέτοιες εξετάσεις, επισήμαναν τα κρατικά μέσα ενημέρωσης.
Η εξέτασή τους θα βασιστεί σε ένα εγχειρίδιο 700 σελίδων το οποίο ήδη πωλείται στα βιβλιοπωλεία. Το εγχειρίδιο περιέχει οδηγίες όπως «δεν επιτρέπεται επ' ουδενί δημοσιευμένα ρεπορτάζ να περιλαμβάνουν οποιαδήποτε σχόλια αντιβαίνουν στην κομματική γραμμή» και «η σχέση ανάμεσα στο κόμμα και τα ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης είναι σχέση καθοδηγητή και καθοδηγουμένου»…
Πριν τις εξετάσεις, οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να παρακολουθήσουν σεμινάρια διάρκειας 18 ωρών πάνω σε θέματα που περιλαμβάνουν τις μαρξιστικές ειδησεογραφικές αξίες και το σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά, καθώς και τη δημοσιογραφική δεοντολογία.
Όσοι αποτύχουν θα δώσουν εξετάσεις για δεύτερη φορα, αφού επανεκπαιδευθούν. Δεν είναι σαφές τι θα συμβεί στους δημοσιογράφους που θα αρνηθούν να δώσουν εξετάσεις.
Ο αντίκτυπος που είχε την περασμένη χρονιά η αύξηση του ελέγχου ήταν αποκαρδιωτικός, είπαν στο Reuters έξι δημοσιογράφοι που εργάζονται σε κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης, οι περισσότεροι ζητώντας να μην κατονομαστούν για να αποφύγουν τις συνέπειες επειδή μίλησαν χωρίς άδεια σε ξένο μέσο ενημέρωσης.
«Το σφίξιμο των λουριών είναι πολύ φανερό σε εφημερίδες που έχουν αντίκτυπο στην κοινή γνώμη. Αυτές τις μέρες είναι πολλά πράγματα για τα οποία δεν τούς επιτρέπεται να κάνουν ρεπορτάζ» είπε ένας δημοσιογράφος ειδησεογραφικού περιοδικού.
Η Κίνα έχει επίσης εντείνει τις προσπάθειες να περιορίσει τη δουλειά ανταποκριτών ξένων ειδησεογραφικών μέσων. Τόσο στους New York Times όσο και στο Bloomberg δεν δόθηκαν νέες δημοσιογραφικές βίζες, για πάνω από ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση εκ μέρους τους ρεπορτάζ για τον πλούτο μελών των οικογενειών του πρώην πρωθυπουργού Γουέν Τζιαμπάο και του προέδρου Σι Τζινπίνγκ.
Η Γενική Διοίκηση Τύπου και Εκδόσεων, ένα σημαντικό ρυθμιστικό όργανο των μέσων ενημέρωσης, έχει διαμηνύσει διά των κρατικών μέσων ότι ο στόχος των εξετάσεων και της εκπαίδευσης που τις συνοδεύει είναι «να αυξηθεί η συνολική ποιότητα των δημοσιογράφων της Κίνας και να ενθαρρυνθούν να καθιερώσουν το σοσιαλισμό ως το βασικό σύστημα αξιών τους».
Η εν λόγω υπηρεσία δεν απάντησε σε ερωτήσεις του Reuters για την εξέταση και για την ελευθερία του Τύπου στη χώρα. Μερικοί δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί εντοπίζουν την αρχή της υιοθέτησης σκληρότερης στάσης έναντι των μέσων ενημέρωσης με αφορμή την απεργία δημοσιογράφων που διήρκεσε αρκετές ημέρες τον περασμένο Ιανουάριο.
Οι δημοσιογράφοι της εβδομαδιαίας εφημερίδας Southern Weekly απήργησαν, αντιδρώντας στο «κόψιμο» ενός πρωτοχρονιάτικου κύριου άρθρου που καλούσε την Κίνα να διαφυλάξει τα συνταγματικά δικαιώματα. Ο Σι είχε αναλάβει τα ηνία του Κομμουνιστικού Κόμματος μόλις μερικές εβδομάδες νωρίτερα.
«Ήταν ένα σοκ για τον ηγετικό κύκλο του Σι Τζινπίνγκ» λέει ο Σιάο Τσιάνγκ, ειδικός για τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ.
«Αυτές οι εφημερίδες τούς ανήκουν. Επρόκειτο έτσι για μια εσωτερική δημόσια εξέγερση, η οποία εξέθετε πολύ τη λογοκρισία και το μηχανισμό ελέγχου του Τύπου».
Είναι η πρώτη φορά που οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να δώσουν μαζικά τέτοιες εξετάσεις, επισήμαναν τα κρατικά μέσα ενημέρωσης.
Η εξέτασή τους θα βασιστεί σε ένα εγχειρίδιο 700 σελίδων το οποίο ήδη πωλείται στα βιβλιοπωλεία. Το εγχειρίδιο περιέχει οδηγίες όπως «δεν επιτρέπεται επ' ουδενί δημοσιευμένα ρεπορτάζ να περιλαμβάνουν οποιαδήποτε σχόλια αντιβαίνουν στην κομματική γραμμή» και «η σχέση ανάμεσα στο κόμμα και τα ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης είναι σχέση καθοδηγητή και καθοδηγουμένου»…
Πριν τις εξετάσεις, οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να παρακολουθήσουν σεμινάρια διάρκειας 18 ωρών πάνω σε θέματα που περιλαμβάνουν τις μαρξιστικές ειδησεογραφικές αξίες και το σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά, καθώς και τη δημοσιογραφική δεοντολογία.
Όσοι αποτύχουν θα δώσουν εξετάσεις για δεύτερη φορα, αφού επανεκπαιδευθούν. Δεν είναι σαφές τι θα συμβεί στους δημοσιογράφους που θα αρνηθούν να δώσουν εξετάσεις.
Ο αντίκτυπος που είχε την περασμένη χρονιά η αύξηση του ελέγχου ήταν αποκαρδιωτικός, είπαν στο Reuters έξι δημοσιογράφοι που εργάζονται σε κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης, οι περισσότεροι ζητώντας να μην κατονομαστούν για να αποφύγουν τις συνέπειες επειδή μίλησαν χωρίς άδεια σε ξένο μέσο ενημέρωσης.
«Το σφίξιμο των λουριών είναι πολύ φανερό σε εφημερίδες που έχουν αντίκτυπο στην κοινή γνώμη. Αυτές τις μέρες είναι πολλά πράγματα για τα οποία δεν τούς επιτρέπεται να κάνουν ρεπορτάζ» είπε ένας δημοσιογράφος ειδησεογραφικού περιοδικού.
Η Κίνα έχει επίσης εντείνει τις προσπάθειες να περιορίσει τη δουλειά ανταποκριτών ξένων ειδησεογραφικών μέσων. Τόσο στους New York Times όσο και στο Bloomberg δεν δόθηκαν νέες δημοσιογραφικές βίζες, για πάνω από ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση εκ μέρους τους ρεπορτάζ για τον πλούτο μελών των οικογενειών του πρώην πρωθυπουργού Γουέν Τζιαμπάο και του προέδρου Σι Τζινπίνγκ.
Η Γενική Διοίκηση Τύπου και Εκδόσεων, ένα σημαντικό ρυθμιστικό όργανο των μέσων ενημέρωσης, έχει διαμηνύσει διά των κρατικών μέσων ότι ο στόχος των εξετάσεων και της εκπαίδευσης που τις συνοδεύει είναι «να αυξηθεί η συνολική ποιότητα των δημοσιογράφων της Κίνας και να ενθαρρυνθούν να καθιερώσουν το σοσιαλισμό ως το βασικό σύστημα αξιών τους».
Η εν λόγω υπηρεσία δεν απάντησε σε ερωτήσεις του Reuters για την εξέταση και για την ελευθερία του Τύπου στη χώρα. Μερικοί δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί εντοπίζουν την αρχή της υιοθέτησης σκληρότερης στάσης έναντι των μέσων ενημέρωσης με αφορμή την απεργία δημοσιογράφων που διήρκεσε αρκετές ημέρες τον περασμένο Ιανουάριο.
Οι δημοσιογράφοι της εβδομαδιαίας εφημερίδας Southern Weekly απήργησαν, αντιδρώντας στο «κόψιμο» ενός πρωτοχρονιάτικου κύριου άρθρου που καλούσε την Κίνα να διαφυλάξει τα συνταγματικά δικαιώματα. Ο Σι είχε αναλάβει τα ηνία του Κομμουνιστικού Κόμματος μόλις μερικές εβδομάδες νωρίτερα.
«Ήταν ένα σοκ για τον ηγετικό κύκλο του Σι Τζινπίνγκ» λέει ο Σιάο Τσιάνγκ, ειδικός για τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ.
«Αυτές οι εφημερίδες τούς ανήκουν. Επρόκειτο έτσι για μια εσωτερική δημόσια εξέγερση, η οποία εξέθετε πολύ τη λογοκρισία και το μηχανισμό ελέγχου του Τύπου».