Η ιστορία της συγκεκριμένης ουσίας, όπως προκύπτει από ιστορικές πηγές εκτείνεται ως το 2800π.Χ. στην Κίνα όπου χρησιμοποιούνταν από τους κινέζους θεραπευτές για αντιμετώπιση παθήσεων του δέρματος κυρίως. Τη χρήση της τη συναντούμε ακόμα στην Περσία αλλά και στην αρχαία Ελλάδα. Πρώτη φορά απομονώθηκε σαν ουσία το 1830 μ.Χ.
από 2 Γάλλους χημικούς (Robiquet, Boutron) ενώ η αντικαρκινική του δράση υποστηρίχθηκε και από τον Krebs. Πρώτη χρήση της κατά του καρκίνου έγινε το 1845 μ. Χ. στη Ρωσία ενώ στην Αμερική απομονώθηκε η μη τοξική της μορφή το 1920 μ. Χ. και απέκτησε άλλη μια ονομασία που είναι ευρύτερα γνωστή στην επιστημονική κοινότητα ως «laetrile».
Ο μηχανισμός δράσης της Β17 πιθανολογείται πως οφείλεται στα κυανιούχα που περιέχει, τα οποία αυξάνον την οξύτητα στα καρκινικά κύτταρα με αποτέλεσμα την καταστροφή των λυσσοσωμάτων τα οποία απελευθερώνουν το ενζυμικό τους περιεχόμενο αναχαιτίζοντας τον πολλαπλασιασμό τους. Ωστόσο αυτή η θεωρία δεν έχει αποδειχθεί από ανθρωπολογικές ή ζωικές μελέτες.
Δοσοεξαρτώμενη (In Vitro) επίδραση της Β17 σε καρκινικά κύτταρα του προστάτη σε δόσεις 0.01, 0.1, 1, 10 mg/ml (Chang HK et al. 2006)
Αυτό που έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής σε εργαστηριακή “in vitro” μελέτη στην Κίνα το 2006, είναι πως σε εργαστηριακές συνθήκες, η χορήγηση αμυγδαλίνης σε καρκινικά κύτταρα του προστάτη που έχουν ληφθεί από ασθενείς βοήθησε σημαντικά στην απόπτωση των κυττάρων και στην μερική αναστολή του πολλαπλασιασμού τους.
Επίσης πολύ πρόσφατη ζωική μελέτη του 2013 έδειξε πως μπορεί να έχει πολύ θετικές επιπτώσεις σε νεφρικές παθήσεις λόγω του ότι δρα κατά της ίνωσης.Τι συμπέρασμα βγαίνει λοιπόν από όλα τα παραπάνω? Ότι η αμυγδαλίνη αποτελεί ένα πολύ ισχυρό αντιοξειδωτικό με αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες (Chang HK et al. 2005) χωρίς όμως να κάνει θαύματα όπως ισχυρίζονται πολλοί.