Η πρόσφατη απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να επιβάλει δασμούς 25% στα ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα, έχει σημάνει συναγερμό στις Βρυξέλλες αλλά και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Επίσημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επικαλούνται «άδικες επιδοτήσεις» στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής· ανεπίσημα, πρόκειται για μια ακόμη προσπάθεια άσκησης πίεσης προς μια ενωμένη Ευρώπη που επιμένει να διεκδικεί την αυτονομία της.
Οι επιπτώσεις είναι άνισες. Οι αγρότες του Νότου – από την Ισπανία και την Ιταλία μέχρι την Ελλάδα – πλήττονται άμεσα. Το ελληνικό ελαιόλαδο, τα ιταλικά τυριά, τα γαλλικά κρασιά βρίσκονται πλέον αντιμέτωπα με σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα στην αμερικανική αγορά. Την ίδια στιγμή, χώρες όπως η Γερμανία, που εξάγουν κυρίως βιομηχανικά αγαθά, επηρεάζονται ελάχιστα.
Η κατάσταση αυτή φέρνει στην επιφάνεια τον "παλιό δαίμονα" της Ευρώπης: την αδυναμία εύρεσης κοινής γραμμής όταν τα συμφέροντα αποκλίνουν. Η Γαλλία ζητά αντίμετρα, η Ολλανδία προκρίνει τον διάλογο, ενώ η Γερμανία τηρεί στάση αναμονής.
Η Ε.Ε. έχει δύο επιλογές. Είτε να απαντήσει ενιαία, έστω και δύσκολα, υπερασπιζόμενη την κοινή εμπορική της πολιτική. Είτε να επιτρέψει σε επιμέρους κράτη να διαπραγματευτούν μόνα τους με τις ΗΠΑ – κάτι που θα σήμαινε την αρχή του τέλους για την ευρωπαϊκή ενότητα στον εμπορικό τομέα.
Η ιστορία μάς έχει δείξει πως οι κρίσεις είναι καταλύτες. Μπορούν να διαλύσουν ή να εδραιώσουν συμμαχίες. Το ερώτημα είναι απλό: Θα λειτουργήσει η Ευρώπη ως Ένωση ή ως σύνολο κρατών που κοιτάζει μόνο το δικό του χωράφι;
Η απάντηση –όπως πάντα– θα δοθεί στην πράξη. Και όχι μόνο στα ευρωπαϊκά συμβούλια, αλλά και στα λιμάνια του Πειραιά, της Βαρκελώνης και της Μασσαλίας, όπου χιλιάδες τόνοι προϊόντων κινδυνεύουν να μείνουν... αδιάθετοι.
Η αυτόκλητη comition δεν έχει δικαιοδοσία να διαχειριστή την κρίση τών Αμερικάνικών δασμών στα Ευρωπαϊκά προϊόντα.Το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο μόνο μπορεί να δώση γραμμή στήριξη και ανάλογες κατευθήνσεις.
Διαφορετικά το κάθε κράτος μπορεί ανεξάρτητα να διαπραγματευτή την θέση του απέναντι στούς δασμους.
Η σύγκρουση Ε.Ε.–ΗΠΑ έχει πλέον λάβει χαρακτηριστικά πραγματικής εμπορικής κρίσης. Οι δασμοί που επέβαλε η Ουάσινγκτον στα ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα, έχουν ήδη αρχίσει να αποτυπώνονται σε αριθμούς: μείωση εξαγωγών κατά 32% σε τυριά, 27% σε ελαιόλαδο και σχεδόν 40% στα επιτραπέζια κρασιά μέσα σε λίγες εβδομάδες.
Η Κομισιόν απάντησε αρχικά με δηλώσεις καλής θέλησης και εκκλήσεις για διαπραγμάτευση. Ωστόσο, η πίεση από τα κράτη-μέλη του Νότου οδήγησε τελικά στην κατάθεση προτάσεων για αντίμετρα σε αμερικανικά προϊόντα – κυρίως στον τομέα των αλκοολούχων ποτών, των φιστικιών και των βιομηχανικών αγαθών. Η απόφαση δεν ήταν ομόφωνη. Ορισμένες βόρειες χώρες, με κυρίαρχο το Βερολίνο, εξέφρασαν επιφυλάξεις, φοβούμενες μια κλιμάκωση που θα έθιγε και τον δικό τους εξαγωγικό τομέα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συνοχή της Ε.Ε. δοκιμάζεται όχι θεωρητικά αλλά έμπρακτα. Ήδη έχουν διαρρεύσει πληροφορίες πως τουλάχιστον δύο χώρες έχουν ξεκινήσει παρασκηνιακές επαφές με την αμερικανική πλευρά, αναζητώντας "εξαιρέσεις" από τους δασμούς – κάτι που, αν επιβεβαιωθεί, θα σημάνει ένα επικίνδυνο προηγούμενο. Η ιδέα της ενιαίας ευρωπαϊκής εμπορικής πολιτικής, ένα από τα πιο χειροπιαστά θεμέλια της Ένωσης, απειλείται από τις ίδιες τις κυβερνήσεις που δεσμεύτηκαν να την στηρίξουν.
Το διακύβευμα ξεπερνά τα ποσοστά εξαγωγών ή τα ισοζύγια. Είναι πολιτικό και θεσμικό. Η Ε.Ε. καλείται να απαντήσει αν είναι μια ένωση συμφερόντων ή αξιών. Αν μπορεί να υποστηρίξει συλλογικά τους πληττόμενους ή αν κάθε κράτος θα αναζητήσει μεμονωμένα την "προστασία" του ισχυρού συμμάχου.
Η επόμενη Σύνοδος Κορυφής θα έχει αποφασιστική σημασία. Εκεί θα φανεί αν η Ευρώπη έχει το πολιτικό θάρρος να υψώσει ενιαία φωνή απέναντι στις ΗΠΑ — ή αν το "ευρωπαϊκό μοντέλο", όπως το ξέραμε, εισέρχεται σε μια περίοδο δομικής κρίσης.
Όπως είχε πει κάποτε ο Ζακ Ντελόρ: «Δεν ερωτευόμαστε μια κοινή αγορά. Πρέπει να δώσουμε στην Ευρώπη ψυχή». Σήμερα, αυτή η ψυχή καλείται να αποδείξει πως υπάρχει.