ΛΟΝΔΙΝΟ. Οι «ετικέτες» της ανθρώπινης σεξουαλικότητας είναι χρήσιμα εργαλεία για την πραγματοποίηση εποικοδομητικών συζητήσεων για τον εαυτό μας και για να ξεπερνάμε τις διαφορές μας.
Η συνηθισμένη ερμηνεία του όρου «ανέραστος» αφορά κάποιον ο οποίος δεν νιώθει σεξουαλική επιθυμία ούτε και ερωτική έλξη.
Η σύγχρονη εμπειρία, όμως, ανέδειξε νέο τύπο ανθρώπου τον οποίο ψυχολόγοι αποκαλούν «ημισεξουαλικό». Ο ημισεξουαλικός άνθρωπος μπορεί να νιώσει σεξουαλική έλξη, μόνο αφού έχει δημιουργήσει συναισθηματικό δεσμό με τον επίδοξο σύντροφό του.
Αυτό που τους ξεχωρίζει από τους ανέραστους –ή αλλιώς «ασεξουαλικούς»– είναι ότι οι ημισεξουαλικοί είναι ικανοί να αισθανθούν σεξουαλική επιθυμία, αλλά μόνο μετά τη σύναψη βαθιάς συναισθηματικής σχέσης.
Η θεωρία του έρωτα του Ρόμπερτ Στέρνμπεργκ από τη δεκαετία του 1980 αναγνωρίζει τρεις παράγοντες του έρωτα: την οικειότητα, το πάθος και τη δέσμευση. Ο έρωτας μεταξύ ημισεξουαλικών ατόμων αποτελεί συνδυασμό οικειότητας και δέσμευσης, στο πλαίσιο μακροχρόνιας σχέσης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε σεξουαλική έλξη.
«Στα ραντεβού που έχω κάνει στη ζωή μου, συχνά περιγράφω τη σεξουαλικότητά μου ως “θέλω λίγο χρόνο μέχρι να εξοικειωθώ”. Πριν από χρόνια αισθανόμουν ενοχές για την απογοήτευση που μπορεί να ένιωθαν τα ραντεβού μου. Δεν θέλω να αισθάνομαι υποχρεωμένη ότι πρέπει να εξηγώ στους ανθρώπους για ποιο λόγο δεν είμαι έτοιμη να αισθάνομαι οικεία. Γενικά μου αρέσουν όσοι είναι έξυπνοι και έχουν αίσθηση του χιούμορ», έγραψε η συγγραφέας Μέριλ Ουίλιαμς, εξηγώντας την εμπειρία της ως ημισεξουαλική στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Washington Post.
Η συνηθισμένη ερμηνεία του όρου «ανέραστος» αφορά κάποιον ο οποίος δεν νιώθει σεξουαλική επιθυμία ούτε και ερωτική έλξη.
Η σύγχρονη εμπειρία, όμως, ανέδειξε νέο τύπο ανθρώπου τον οποίο ψυχολόγοι αποκαλούν «ημισεξουαλικό». Ο ημισεξουαλικός άνθρωπος μπορεί να νιώσει σεξουαλική έλξη, μόνο αφού έχει δημιουργήσει συναισθηματικό δεσμό με τον επίδοξο σύντροφό του.
Αυτό που τους ξεχωρίζει από τους ανέραστους –ή αλλιώς «ασεξουαλικούς»– είναι ότι οι ημισεξουαλικοί είναι ικανοί να αισθανθούν σεξουαλική επιθυμία, αλλά μόνο μετά τη σύναψη βαθιάς συναισθηματικής σχέσης.
Η θεωρία του έρωτα του Ρόμπερτ Στέρνμπεργκ από τη δεκαετία του 1980 αναγνωρίζει τρεις παράγοντες του έρωτα: την οικειότητα, το πάθος και τη δέσμευση. Ο έρωτας μεταξύ ημισεξουαλικών ατόμων αποτελεί συνδυασμό οικειότητας και δέσμευσης, στο πλαίσιο μακροχρόνιας σχέσης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε σεξουαλική έλξη.
«Στα ραντεβού που έχω κάνει στη ζωή μου, συχνά περιγράφω τη σεξουαλικότητά μου ως “θέλω λίγο χρόνο μέχρι να εξοικειωθώ”. Πριν από χρόνια αισθανόμουν ενοχές για την απογοήτευση που μπορεί να ένιωθαν τα ραντεβού μου. Δεν θέλω να αισθάνομαι υποχρεωμένη ότι πρέπει να εξηγώ στους ανθρώπους για ποιο λόγο δεν είμαι έτοιμη να αισθάνομαι οικεία. Γενικά μου αρέσουν όσοι είναι έξυπνοι και έχουν αίσθηση του χιούμορ», έγραψε η συγγραφέας Μέριλ Ουίλιαμς, εξηγώντας την εμπειρία της ως ημισεξουαλική στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Washington Post.