Φιλ Κόλινς: Καθόλου δεν με πειράζει που αναγκάστηκα να δώσω στις πρώην μου 42 εκατομμύρια στερλίνες. Αλλά παραμένω ρομαντικός.
«Είμαι στο μπάνιο. Ξύπνησα πριν από λίγο. Δεν ακούω τίποτα. Το δεξί μου αυτί, το
“καλό”, είναι... καπούτ. Το αριστερό είναι σαραβαλιασμένο εδώ και μία δεκαετία. Αυτό ήταν; Η μουσική κατάφερε τελικά να με τελειώσει; Είμαι εντελώς κουφός; Aν δεν μπορώ να ακούσω, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορώ και να τραγουδήσω. (...) Πήγα στον γιατρό μου. Ευτυχώς, όλα καλά. Στιγμιαία ανακούφιση: δεν είμαι κουφός. Ακόμα. (...) Το όνομά μου είναι Φιλ Κόλινς. Είμαι 65 ετών, ντράμερ, και τώρα πια ξέρω πως δεν είμαι άφθαρτος. Δεν τέλειωσα ακόμα. Υπάρχει ακόμα ζωή στο γερασμένο σώμα μου. Κι αυτή είναι η ιστορία μου».
Μοιάζει με ημερολόγιο. Κι είναι αλήθεια πως η αυτοβιογραφία του Φιλ Κόλινς που πρόσφατα κυκλοφόρησε έχει πολλές καταγραφές, σχεδόν ημερολογιακές, από τις πιο σημαντικές μέρες στη ζωή του. O τίτλος της; «Not dead yet»: «Δεν πέθανα ακόμα» ή «Είμαι ακόμα ζωντανός». Στις 464 σελίδες της ο θρυλικός ρόκερ περιγράφει πώς κατάφερε να γίνει διάσημος αλλά και να επιβιώσει, τελικά, «against all odds» – ενάντια σε όλα τα προγνωστικά. Τη διαβάσαμε και σας μεταφέρουμε όσα κρατήσαμε από την αφήγησή του. Με τη μορφή μιας φανταστικής συνέντευξης...
– Πού γεννηθήκατε;
– Στο Τσίζγουικ, στο Δυτικό Λονδίνο.
–Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;
– Οτι η ζωή στο σπίτι έδειχνε ήρεμη και ευτυχισμένη.
– Γιατί «έδειχνε»;
– Γιατί ο πατέρας μου διατηρούσε επί χρόνια παράλληλη σχέση με μια άλλη γυναίκα...
– Του κρατάτε ακόμα κακία γι’ αυτό;
– Οχι. Ετσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε μεγάλη οικειότητα ανάμεσά μας, δεν μιλούσαμε πολύ. Εκ των υστέρων, τώρα που το σκέφτομαι, μακάρι να ήξερα ότι θα ήμουν μόλις 21 ετών όταν θα πέθαινε. Θα είχα πολλά να τον ρωτήσω...
– Η μητέρα σας ήταν πιο κοντά σας;
– Ναι. Παρέμεινε γενναιόδωρη και γεμάτη αγάπη μέχρι τη μέρα που πέθανε, σε ηλικία 98 ετών. Ποτέ δε μίλησε άσχημα σε κανέναν. Μόνο μία φορά αποκάλεσε «dickhead» έναν αστυνομικό που της έδωσε κλήση επειδή οδηγούσε στη λωρίδα των λεωφορείων! Τη θαύμαζα για τη στωικότητα, τη δύναμη και το χιούμορ της.
– Και ο δικός σας έγγαμος βίος δεν ήταν πάντα στρωμένος με ροδοπέταλα...
– Είναι απογοητευτικό το ότι παντρεύτηκα τρεις φορές. Είναι απογοητευτικό ότι χώρισα τρεις φορές. Καθόλου δεν με πειράζει που αναγκάστηκα να δώσω στις πρώην μου 42 εκατομμύρια στερλίνες. Αλλά παραμένω ρομαντικός. Πιστεύω, ή τουλάχιστον ελπίζω, ότι ο γάμος είναι η ένωση δύο ανθρώπων που αγαπιούνται πολύ. Γι’ αυτό και θα διαρκέσει. Αλλά τα διαζύγιά μου αποδεικνύουν ότι απέτυχα να συνυπάρξω με τις συντρόφους μου και να τις κατανοήσω. Αποδεικνύει την αποτυχία μου να γίνω και να παραμείνω μέλος μιας οικογένειας. Αποδεικνύει την αποτυχία μου. Τελεία και παύλα.
– Με την τρίτη σύζυγό σας πάντως ξανασμίξατε πρόσφατα.
– Είμαστε ξανά μαζί – και με τους γιους μας. Γελάμε πολύ. Η αγάπη πάντα βρίσκει έναν τρόπο. Βέβαια, όσο πιο καλός μπαμπάς είμαι για τον Νικ και τον Ματ τόσο περισσότερες ενοχές νιώθω για όσα δεν έδωσα στα μεγαλύτερα αδέλφια τους. Δεν ήμουν εκεί για τον Τζόλι, τον Σάιμον και τη Λίλι.
– Δεν σκεφτήκατε πώς θα αντιδράσουν τα παιδιά σας με όσα γράφετε στο βιβλίο;
– Μα, για τα παιδιά μου το έγραψα. Αποφάσισα να τους αφηγηθώ με εντιμότητα την προσωπική μου ιστορία. Τους αφορά. Τους επηρεάζει. Ζουν με τις συνέπειες των πράξεών μου. Γι’ αυτό και προσπάθησα να είμαι ειλικρινής ακόμα και στα κομμάτια που δεν... μοσχοβολούν σαν τριαντάφυλλα.
– Οπως η περιπέτειά σας με το αλκοόλ;
– Οταν χώρισα από την Οριάν και έφυγε με τα παιδιά για το Μαϊάμι, έμεινα ολομόναχος στην Ελβετία. Ηταν σαν να βρισκόμουν μέσα σε μια μεγάλη τρύπα! Την έκλεισα πίνοντας. Ολοένα και περισσότερο. Επαθα οξεία παγκρεατίτιδα. Κόντεψα να πεθάνω. Τώρα που αφηγούμαι αυτή την ιστορία, ακούγεται τρομακτική. Επρεπε να φτάσω στην ηλικία των 55 ετών για να γίνω αλκοολικός. Πέρασα τα ξέφρενα ’60s, τα ψυχεδελικά ’70s, τα «αυτοκρατορικά» ’80s, τα συναισθηματικά ’90s κι έπρεπε να αποσυρθώ για να πέσω στο αλκοόλ;
– Σας λείπουν οι Genesis;
– Πολύ. Με τα χρόνια, η συνύπαρξή μας γινόταν ολοένα και καλύτερη – το αντίθετο από ό,τι συνήθως συμβαίνει στις ροκ μπάντες. O Τόνι (Μπανκς), που παλιά ήταν εσωστρεφής και μάλλον δύστροπος, είχε γίνει ένας υπέροχος φίλος, αστείος και πνευματώδης. Και οι «γωνίες» του Μάικ (Ράδερφορντ) είχαν αμβλυνθεί. Μου λείπει ο μαγικός τρόπος που δουλεύαμε μαζί στο στούντιο. Για μένα το γκρουπ ήταν πάντα ένα ασφαλές λιμάνι, ένα απάγκιο.
– Εχετε επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα;
– Τον Αύγουστο του 1984, για τον μήνα του μέλιτος με την Τζιλ, ταξιδέψαμε με γιοτ στα ελληνικά νησιά και στις ακτές της Τουρκίας. Ηταν ένα πολύ όμορφο καλοκαίρι. Στην επαγγελματική μου ζωή... πετούσα. Οπως και στην προσωπική.
– Πώς είναι η ζωή σας σήμερα;
– Πιο όμορφη από ποτέ. Ξέρω ποιος είμαι. Και, κυρίως, ποιος ήμουν: αυτός που χώρισε οικογένειες, που πίκρανε συντρόφους και παιδιά. Δεν μου άρεσε αυτός ο τύπος. Δεν θέλω πια να είμαι αυτός ο τύπος.
– Μέσα στη διαδρομή σας, ποια χρονιά θεωρείτε πιο σημαντική;
– To 1963, όταν οι Beatles κυκλοφόρησαν το «Love me do». Με μάγεψε τόσο που αποφάσισα να κάνω μια μεγάλη θυσία: πούλησα το τρενάκι μου και πήγα με τη μαμά στο Albert’s Music Shop όπου αγόρασα την πρώτη μου ντραμς, στο χρώμα του μαργαριταριού. Ημουν 13 ετών. Μέχρι να βγω από την εφηβεία πρέπει να είχα παίξει περισσότερες από 10.000 ώρες, όπως οι γείτονές μας μπορούν να επιβεβαιώσουν!