Για άλλη μια χρονιά η Ελλάδα βρέθηκε στην πρώτη θέση παγκοσμίως στην παιδική παχυσαρκία. Ενώ τα ποσοστά στις ΗΠΑ αρχίζουν για πρώτη φορά να υποχωρούν, η τελευταία έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) δείχνει ότι το 44% των αγοριών και το 38% των κοριτσιών σχολικής ηλικίας στην Ελλάδα είναι παχύσαρκα ή υπέρβαρα.
«Πρέπει να ξεφύγουμε από την αντίληψη ότι η παιδική παχυσαρκία συνδέεται αποκλειστικά με την αυξημένη πρόσληψη τροφής και τη χαμηλή φυσική άσκηση» λέει στην «Κ» η Λήδα Χατζή, ιατρός Γενικής και Οικογενειακής Ιατρικής και καθηγήτρια Επιδημιολογίας - Διατροφής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. «Αυτοί οι δύο παράγοντες δεν επαρκούν για να εξηγήσουμε την επιδημία παιδικής παχυσαρκίας που εμφανίζεται στη χώρα μας».
«Πρέπει να ξεφύγουμε από την αντίληψη ότι η παιδική παχυσαρκία συνδέεται αποκλειστικά με την αυξημένη πρόσληψη τροφής και τη χαμηλή φυσική άσκηση» λέει στην «Κ» η Λήδα Χατζή, ιατρός Γενικής και Οικογενειακής Ιατρικής και καθηγήτρια Επιδημιολογίας - Διατροφής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. «Αυτοί οι δύο παράγοντες δεν επαρκούν για να εξηγήσουμε την επιδημία παιδικής παχυσαρκίας που εμφανίζεται στη χώρα μας».
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες επιστημονικές έρευνες εντοπίζουν την πηγή του προβλήματος στα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, στην προσχολική, τη βρεφική, ακόμα και την εμβρυική ηλικία. H κ. Χατζή, η οποία μελετά αυτή την ασθένεια εδώ και μια δεκαετία, ξεκίνησε πριν από οκτώ χρόνια μια πρωτοπόρα, για τα ελληνικά δεδομένα, έρευνα. Μαζί με τους συνεργάτες της στην Κλινική Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής του Πανεπιστημίου Κρήτης, από το 2007, διενεργούν την πρώτη μελέτη γενιάς στην Ελλάδα. Σε αυτήν την έρευνα που ονομάζεται «Μελέτη ΡΕΑ», οι επιστήμονες παρακολουθούν την υγεία και τους παράγοντες κινδύνου 1.500 «ζευγών» μητέρας-παιδιού από τον νομό Ηρακλείου, με στόχο να διερευνήσουν τις αιτίες της επιδημίας της παιδικής παχυσαρκίας.
Αυτό το καινούργιο για την Ελλάδα μοντέλο επιδημιολογικών μελετών έχει ενταχθεί εδώ και χρόνια στο εθνικό σύστημα υγείας σκανδιναβικών χωρών, όπως της Δανίας και της Νορβηγίας. Σε κάθε μια από αυτές τις χώρες παρακολουθούνται πάνω από 150.000 ζεύγη μητέρας-παιδιού και τέτοιες μελέτες αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο για την ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο εξελίσσεται η υγεία μιας ολόκληρης γενιάς και για τον σχεδιασμό παρεμβάσεων για τη βελτίωσή της. Οπως και σε αυτές τις μελέτες, έτσι και στη μελέτη ΡΕΑ, οι ερευνητές παρακολουθούν τα παιδιά από τη στιγμή της σύλληψής τους μέχρι και την ενηλικίωση.
«Σήμερα τα παιδιά είναι οκτώ ετών και ένα στα τρία είναι ήδη υπέρβαρο ή παχύσαρκο» λέει η κ. Χατζή.
Από την εγκυμοσύνη
Η εγκυμοσύνη είναι μια περίοδος της ζωής του παιδιού που μέχρι πρόσφατα δεν είχε συνδεθεί έντονα με την εμφάνιση παχυσαρκίας. Οι ερευνητές στο Πανεπιστήμιο Κρήτης όμως εντόπισαν και μέτρησαν μια σειρά παραγόντων που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη και παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της παιδικής παχυσαρκίας. Για παράδειγμα, εάν η μητέρα είναι ήδη παχύσαρκη ή υπέρβαρη πριν ξεκινήσει την εγκυμοσύνη, τότε διπλασιάζεται ο κίνδυνος να είναι και το παιδί παχύσαρκο. «Δεν είναι μόνο ότι κληρονομούνται κάποια γενετικά χαρακτηριστικά από τη μητέρα στο παιδί, αλλά η παχυσαρκία της μητέρας στην αρχή της κύησης δημιουργεί από μόνη της ένα δυσμενές περιβάλλον για το έμβρυο» αναφέρει η κ. Χατζή.
Επίσης, ανεξάρτητα από την προϋπάρχουσα παχυσαρκία της μητέρας, για κάθε επιπλέον 200 γραμμάρια ανά εβδομάδα που παίρνει η έγκυος στο πρώτο τρίμηνο της κύησης (πέρα από τη μικρή φυσιολογική αύξηση βάρους), ο κίνδυνος ένα παιδί να γίνει υπέρβαρο ή παχύσαρκο στην ηλικία των δύο ετών αυξάνεται κατά 25%. «Οχι μόνο δεν ισχύει πως μια έγκυος τρώει για δύο, αλλά αντιθέτως κάτι τέτοιο φαίνεται να είναι επιβαρυντικό για το παιδί» σημειώνει η κ. Χατζή.
Ενας παράγοντας που μέχρι πρόσφατα δεν έτυχε της απαραίτητης προσοχής είναι η πρώιμη έκθεση των παιδιών, ακόμα και από τη μήτρα, σε περιβαλλοντικούς ρύπους. Στη μελέτη ΡΕΑ οι ερευνητές διερεύνησαν την επίπτωση που έχει στην υγεία του παιδιού η έκθεση σε ρύπους που δρουν ως ενδοκρινείς διαταρακτές, δηλαδή που διαταράσσουν την ορμονική ισορροπία. Τέτοιο παράδειγμα αποτελούν τα οργανοχλωριωμένα φυτοφάρμακα, όπως το DDT, η χρήση των οποίων έχει απαγορευτεί από το 1970. «Οι ρύποι αυτοί δεν διασπώνται εύκολα και συσσωρεύονται στην τροφική αλυσίδα, με αποτέλεσμα να τους ανιχνεύουμε ακόμα και σήμερα στο αίμα των εγκύων και στον ομφάλιο λώρο των παιδιών τους» υπογραμμίζει η κ. Χατζή. Αυτό που παρατήρησαν οι ερευνητές είναι ότι για κάθε 10 επιπλέον μονάδες της ουσίας DDE (ο μεταβολιτής του DDT) που ανιχνεύεται στις μητέρες, αυξάνεται κατά 3,5 περίπου φορές ο κίνδυνος για κοιλιακή παχυσαρκία στην ηλικία των τεσσάρων ετών.
Συνηθισμένοι... κίνδυνοι
Ομως και άλλοι, πιο συνηθισμένοι παράγοντες κινδύνου, επηρεάζουν εξίσου την εξέλιξη της υγείας των παιδιών. Το ενεργητικό κάπνισμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η έκθεση του βρέφους στο παθητικό κάπνισμα και ο θηλασμός για λιγότερο από τρεις μήνες αυξάνουν κατά 2,5 φορές τον κίνδυνο να είναι ένα παιδί παχύσαρκο στην ηλικία των τεσσάρων ετών. «Στην Ελλάδα είναι τρομακτικό ότι το 30% των γυναικών καπνίζει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ενώ σε άλλες χώρες της Ευρώπης το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 5%-10%» επισημαίνει η κ. Χατζή.
Τέλος, σε παιδιά προσχολικής ηλικίας οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η καθυστερημένη ένταξή τους σε παιδικό σταθμό ―μετά την ηλικία των τριών ετών― και η παρακολούθηση τηλεόρασης για περισσότερες από δύο ώρες την ημέρα διπλασιάζουν τον κίνδυνο ένα παιδί να γίνει παχύσαρκο. «Ως γονείς αποτελούμε πρότυπο για τα παιδιά. Γι’ αυτό πρέπει να κλείνουμε την τηλεόραση και να παίζουμε με τα παιδιά μας ή να πηγαίνουμε μαζί τους ένα περίπατο» λέει η κ. Χατζή, τονίζοντας τη σημασία του να εισάγεται στο παιδί η έννοια της μη οργανωμένης φυσικής άσκησης. «Ο χρόνος που περνούν ο πατέρας ή η μητέρα με το παιδί φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στο να μη γίνει παχύσαρκο και να αναπτύξει καλή διατροφική συμπεριφορά».
Η Κλινική Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής του Πανεπιστημίου Κρήτης παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την παιδική παχυσαρκία και τον ρόλο των περιβαλλοντικών ρύπων μέσα από τις ιστοσελίδες: www.child-obesity.gr και www.child-environment.gr.
Μήνυμα αισιοδοξίας από το ΕΚΠΑ
Ανάμεσα στην πληθώρα μελετών που δείχνουν τα ποσοστά της παιδικής παχυσαρκίας να αυξάνονται ή να παραμένουν σταθερά τα τελευταία έτη, τα αποτελέσματα μιας νέας έρευνας από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ φέρνουν έναν πρώτο δείγμα αισιοδοξίας.
Αρχικός στόχος της εν λόγω έρευνας δεν ήταν να μελετήσει την παιδική παχυσαρκία αλλά να παρακολουθήσει τον ρυθμό αύξησης βάρους και ύψους 1.300 παιδιών κατά τη διάρκεια τριών σχολικών ετών, ξεκινώντας από το 2009. «Με έκπληξη παρατηρήσαμε ότι υπήρξε μια γρήγορη μείωση του βάρους των παιδιών, κάτι που ουσιαστικά δεν έχει αναφερθεί ποτέ ξανά στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια» λέει ο παιδοενδοκρινολόγος Αν. Παπαδημητρίου, επικεφαλής της συγκεκριμένης έρευνας και καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οπως αναφέρουν οι ερευνητές στην πρόσφατη δημοσίευσή τους στο επιστημονικό περιοδικό Acta Paediatrica, μέσα σε 2,5 χρόνια το ποσοστό υπέρβαρων και παχύσαρκων αγοριών μειώθηκε από το 43% στο 37,3% και των κοριτσιών από το 33,4% στο 26,9%. Τα αποτελέσματα αφορούν σε παιδιά που πηγαίνουν σε σχολεία της δυτικής Αττικής και είναι από 6 έως 16 ετών.
«Η κρίση μπορεί να αποτελεί εξήγηση γι’ αυτή τη βελτίωση του βάρους, όμως χρειάζονται περισσότερες μελέτες που ίσως να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν τα αποτελέσματά μας» λέει ο κ. Παπαδημητρίου. Αναζητώντας τα αίτια αυτής της πρωτοφανούς μείωσης του βάρους των παιδιών, οι ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών σχεδιάζουν ήδη επόμενες έρευνες στις οποίες θα παρακολουθήσουν τη συχνότητα εμφάνισης κάποιων εκ των παραγόντων που εξετάζει και η μελέτη ΡΕΑ.
Οπως και η οικονομική κρίση, έτσι και η παχυσαρκία είναι ένα πολυπαραγοντικό νόσημα, γι’ αυτό και «δεν μπορούμε να πούμε ακόμα με σιγουριά εάν η κρίση αυξάνει ή μειώνει την παιδική παχυσαρκία» σημειώνει η κ. Λήδα Χατζή καθηγήτρια Επιδημιολογίας-Διατροφής. Σήμερα όμως στην Ελλάδα, ένα στα δύο παιδιά 7 έως 12 ετών εξακολουθούν να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Η κ. Χατζή προειδοποιεί ότι «εάν δεν δράσουμε άμεσα απέναντι σε αυτή την επιδημία θα έρθουμε σύντομα αντιμέτωποι με γενιές άρρωστων ανθρώπων, ηλικίας 20, 25 και 30 ετών».