Του Εμμανουήλ Προκάκη,
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 μέχρι τα μέσα του 1970, η Ισλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο ήλθαν αντιμέτωποι στο πλαίσιο τεσσάρων διπλωματικών διενέξεων. Οι διαφωνίες των δύο κρατών έγκειντο στις μονομερείς ενέργειες της Ισλανδίας για επέκταση της ζώνης αλιείας της. Μετά από μία πρώτη διαφωνία, που έλαβε χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ακολούθησαν τρεις διενέξεις που έχουν μείνει γνωστές ως «Πόλεμοι του Βακαλάου» (Cod wars).
Έτσι, οι δύο χώρες επιδόθηκαν σε ένα παιχνίδι κρυμνοβασίας (brinkmanship), όπου το ζήτημα ήταν ποιος θα υποχωρήσει πρώτος. Με την Ισλανδία να απειλεί να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ και το Ηνωμένο Βασίλειο να αναγνωρίζει πρωταρχικό ρόλο στη συνοχή και ενίσχυση της Δυτικής συμμαχίας, δεν προκαλεί εντύπωση, ότι και οι τέσσερις αυτές αντιπαραθέσεις στο διπλωματικό επίπεδο έληξαν προς όφελος της Ισλανδίας.
Οι πρώτες προστριβές εμφανίστηκαν το 1952, όταν η Ισλανδία μονομερώς αποφάσισε την επέκταση των αλιευτικών ορίων της στα 4 ναυτικά μίλια (ν.μ.). Το Ηνωμένο Βασίλειο προέκρινε την επιβολή περιορισμών στις εισαγωγές θαλασσινών προϊόντων από την Ισλανδία, ώστε να υπερασπιστεί τους Βρετανούς ψαράδες και τα οικονομικά συμφέροντά της στην περιοχή. Οι Ισλανδοί αξιωματούχοι δήλωσαν, ότι μία τέτοια ενέργεια θα επιδρούσε αρνητικά στην ισλανδική κοινή γνώμη, σχετικά με την παραμονή της Ισλανδίας στο ΝΑΤΟ. Η ΕΣΣΔ προσέφερε μία αγορά για τα ισλανδικά θαλασσινά προϊόντα, αντιλαμβανόμενη την ευκαιρία να πλήξει τη συνοχή του ΝΑΤΟ, και γρήγορα οι ΗΠΑ αντέδρασαν προσφέροντας και εκείνες μία μεγάλη αγορά προς αξιοποίηση στην Ισλανδία. Η βούληση του νησιωτικού αυτού κράτους για επέκταση της ζώνης αλιείας του αιτιολογείται υπό το πρίσμα της σημασίας του κλάδου της αλιείας για την ισλανδική οικονομία. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν προτίμησε να κλιμακώσει την κατάσταση, λόγω του κινδύνου αποχώρησης της Ισλανδίας από την Βορειοατλαντική συμμαχία και της συμπαρομαρτούσας γεωπολιτικής αλλαγής στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Οι σχέσεις των δύο χωρών επιδεινώθηκαν περαιτέρω, όταν το 1958, η Ισλανδία αποφάσισε την επέκταση της ζώνης αλιείας της από τα 4 στα 12 ν.μ. εκκινώντας τον Πρώτο Πόλεμο του Βακαλάου. Το Ηνωμένο Βασίλειο έστειλε το Βασιλικό Ναυτικό, για να προστατέψει τους Βρετανούς ψαράδες και η Ισλανδία απείλησε ότι αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, σχετικά με τη ζώνη αλιείας, θα αποχωρούσε οριστικά από το ΝΑΤΟ. Ο πρώτος «πόλεμος» του Βακαλάου έληξε το 1961, με την υπογραφή συμφωνίας που αναγνώριζε ότι η ζώνη αλιείας της Ισλανδίας θα είχε έκταση 12 ν.μ. και η Βρετανία αποκτούσε προσωρινά αλιευτικά δικαιώματα επί αυτής. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ο όρος «πόλεμος» δεν χρησιμοποιείται με την παραδοσιακή έννοια του όρου, διότι δεν παρατηρήθηκε σύγκρουση ενόπλων δυνάμεων. Άλλωστε, η Ισλανδία αποτελεί ένα κράτος που δεν διαθέτει ένοπλες δυνάμεις. Κατά τον Πρώτο Πόλεμο του Βακαλάου, το Βασιλικό Ναυτικό ουσιαστικά ήρθε αντιμέτωπο με την ακτοφυλακή της Ισλανδίας.
Ο Δεύτερος Πόλεμος του Βακαλάου ξεκίνησε το 1972, όταν η Ισλανδία διακήρυξε την επέκταση της αλιευτικής της ζώνης από τα 12 στα 50 ν.μ. Πλοία της ισλανδικής ακτοφυλακής έκοψαν τα δίχτυα Βρετανών ψαράδων και το Βασιλικό Ναυτικό εισήλθε για άλλη μία φορά εντός της -πρόσφατα διακηρυχθείσας- νέας ισλανδικής ζώνης αλιείας. Η κρίση έληξε το 1973, με προσωρινή συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών που αναγνώριζε ότι η αλιευτική ζώνη της Ισλανδίας εκτείνετο πλέον στα 50 ν.μ. και αναγνώριζε στο Ηνωμένο Βασίλειο προσωρινά δικαιώματα αλιείας εντός των αυτών των 50 ν.μ.
Με τη λήξη ισχύος της προσωρινής συμφωνίας που τερμάτισε τον Δεύτερο Πόλεμο του Βακαλάου, η Ισλανδία, το 1975, ανακήρυξε μονομερώς ότι η αλιευτική της ζώνη θα είχε πλέον έκταση 200 ν.μ. Ακολούθησαν τριβές μεταξύ του Βασιλικού Ναυτικού και της ισλανδικής ακτοφυλακής και η Ισλανδία διέκοψε διπλωματικούς δεσμούς με το Ηνωμένο Βασίλειο. Η αντιπαράθεση, που έμεινε γνωστή ως Τρίτος Πόλεμος του Βακαλάου, έλαβε τέλος με συμφωνία, που αναγνώρισε την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Ισλανδίας με έκταση 200 ν.μ., παραχωρώντας μόνο ελάχιστα αλιευτικά δικαιώματα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα τέσσερα προαναφερθέντα διπλωματικά επεισόδια μεταξύ των δύο χωρών παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες ως προς τη σειρά των γεγονότων. Η Ισλανδία διακήρυξε μονομερώς την επέκταση των αλιευτικών της ορίων, το Ηνωμένο Βασίλειο αντέδρασε, ωστόσο, στο τέλος δεν προέκρινε την υπεράσπιση των οικονομικών του συμφερόντων, που σήμαινε παράλληλα θυσία του συμφέροντος ασφάλειας και επιβίωσης του. Για το Ηνωμένο Βασίλειο, η διάνοιξη μίας πληγής στην εσωτερική συνοχή του ΝΑΤΟ είχε συγκριτικά μεγαλύτερο κόστος, σε σχέση με την απώλεια ορισμένων θέσεων εργασίας στον χώρο της αλιείας. Στην παρούσα περίπτωση το συμφέρον επιβίωσης του Ηνωμένου Βασιλείου, στο πλαίσιο της απουσίας ανώτατης ρυθμιστικής αρχής στο διεθνές σύστημα, υπερτερεί επί των εγχώριων οικονομικών συμφερόντων.
Η Ισλανδία προέβη σε μία τακτική μπλόφας, ισχυριζόμενη ότι θα αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ, σε περίπτωση που δεν ικανοποιούνταν τα αιτήματα της. Παρέσυρε το Ηνωμένο Βασίλειο σε ένα παιχνίδι κρυμνοβασίας γνωρίζοντας ότι δεν ήταν ούτε προς το συμφέρον της ιδίας, να ταρακουνήσει τα θεμέλια της ασφάλειας της στο διεθνές σύστημα. Εφόσον όμως το Ηνωμένο Βασίλειο είχε διαφορετικές προτεραιότητες εξωτερικής πολιτικής, η Ισλανδία εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις και κατοχύρωσε μία πολύ συμφέρουσα συμφωνία. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό, πως ένα μικρό πληθυσμιακά κράτος χωρίς ένοπλες δυνάμεις, έχοντας διαγνώσει ορθά τα συμφέροντα των γειτόνων του, κατόρθωσε και πέτυχε τόσο εντυπωσιακές παραχωρήσεις.