JFC: Γιατί οι οικονομολόγοι γενικά δεν διδάσκουν τον ρόλο που παίζει η αποταμίευση στην οικονομία;
Hoppe: Συμφωνώ με την παρατήρηση σας: Στον τομέα του επαγγέλματος των οικονομικών σήμερα, δίνεται ελάχιστη προσοχή στο ρόλο της αποταμίευσης και πολύ μεγάλη, συντριπτική θα έλεγα σημασία, δίδεται στον ρόλο της κατανάλωσης. Αυτή είναι μια πολύ περίεργη κατάσταση. Ενώ είναι αλήθεια ότι ο απώτερος στόχος της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι η κατανάλωση, μπορεί να υπάρξει ελάχιστη ή καθόλου κατανάλωση χωρίς να έχει προηγηθεί παραγωγή και δεν μπορεί να υπάρξει παραγωγή χωρίς να έχει προηγηθεί αποταμίευση. Για να το εξηγήσουμε: Η φύση από μόνη της μας παρέχει πολύ λίγα καταναλωτικά αγαθά, όπως για παράδειγμα τα μήλα που αναπτύσσονται σε δέντρα ή τα μούρα στους θάμνους.
Για οτιδήποτε παραπάνω από αυτό το δεδομένο φυσικό επίπεδο πιθανής κατανάλωσης, πρέπει πρώτα να παράγουμε τα αγαθά που στη συνέχεια μπορούμε να καταναλώσουμε. Δηλαδή, πρέπει πρώτα να σχεδιάσουμε και να κατασκευάσουμε εργαλεία ή μηχανήματα – με οικονομικούς όρους: έμμεσα χρήσιμα παραγωγικά αγαθά – τα οποία μας βοηθούν να αυξήσουμε την προμήθεια καταναλωτικών αγαθών που παρέχει η φύση (όπως τα μήλα και τα μούρα) πάνω από το επίπεδο στο οποίο τα παρέχει η φύση ή που μας βοηθούν να δημιουργήσουμε τελείως νέα καταναλωτικά αγαθά, δηλαδή αγαθά που δεν απαντώνται καθόλου στη φύση (όπως σπίτια ή αυτοκίνητα).
Αλλά: ο σχεδιασμός και η κατασκευή αυτών των αγαθών παραγωγής (όπως μαχαίρια, καλάθια, δίχτυα, σφυριά, τούβλα, μεταλλικά ελάσματα κλπ.) απαιτεί πάντα κάποιο διάστημα. Για να γεφυρωθεί ο χρόνος ώστε να ολοκληρωθεί η κατασκευή αυτών των προϊόντων, δηλαδή για να πίνουμε και να τρώμε όσο απασχολούμαστε παράγοντας κεφάλαιο, είναι απαραίτητη η εξοικονόμηση τροφίμων και υγρών. Χωρίς προηγούμενη εξοικονόμηση πόρων και την «επένδυση» αυτών των εξοικονομήσεων στην παραγωγή και τη συσσώρευση αγαθών παραγωγής, τότε, δεν είναι δυνατή η αύξηση της μελλοντικής κατανάλωσης.
Γιατί, λοιπόν, οι οικονομολόγοι δίνουν τόσο λίγη προσοχή στην αποταμίευση παρά την τεράστια σημασία της, ενώ δίνουν τόσο μεγάλη σημασία στην κατανάλωση, αποτελεί ένα ζήτημα που αφορά την ψυχολογία ή την κοινωνιολογία του επαγγέλματος των οικονομικών. Φυσικά, η απάντηση πρέπει να είναι κάπως υποθετική.
Ο πιο εμφανής λόγος είναι η κυρίαρχη επιρροή που ασκήθηκε από τον John Maynard Keynes και τα αποκαλούμενα νέα «κεϋνσιανά οικονομικά» από τα τέλη της δεκαετίας του 1930, πρώτα στη Βρετανία και, κατόπιν, προωθημένα, συγκεκριμένα από τον Paul Samuelson, στις ΗΠΑ και στη συνέχεια σε όλο το φάσμα του δυτικού κόσμου λόγω της κατάταξης των ΗΠΑ ως της κυριότερης υπερδύναμης του κόσμου και της πολιτικής του στρατιωτικού, νομισματικού και πολιτιστικού ιμπεριαλισμού και ηγεμονίας που ασκούν. Χαρακτηριστικά, τα οικονομικά του Samuelson έχουν μεταφραστεί σε όλες τις βασικές γλώσσες και ήταν για πολλές δεκαετίες το εγχειρίδιο οικονομικών με τις περισσότερες πωλήσεις παγκοσμίως.
Ωστόσο, ο πιο θεμελιώδης λόγος είναι άλλος. Αφορά την άμεση επακόλουθη ερώτηση σχετικά με το γιατί τα κεϋνσιανά οικονομικά θα μπορούσαν να καταφέρουν τέτοιες εξαιρετικές επιτυχίες. Η απάντηση: Γιατί αυτό που διδάσκει ο Κεϋνσιανισμός είναι ακριβώς αυτό που θέλουν να ακούνε οι κυβερνήσεις των κρατών. Και λέγοντας και κηρύσσοντας αυτό που οι κυβερνήσεις θέλουν να ακούσουν για να «νομιμοποιήσουν επιστημονικά» τι θέλουν να κάνουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο φέρνει πλούσιες ανταμοιβές μέσα σε ένα σύστημα «δημόσιας εκπαίδευσης», δηλαδή μέσα σε ένα σχολικό και πανεπιστημιακό σύστημα σχεδόν ολοκληρωτικά ελεγχόμενο και φορολογικά χρηματοδοτούμενο από την κυβέρνηση.
Και τι, λοιπόν, είναι αυτό που οι «ανώτεροι ιερείς» του Κεϋνσιανισμού, που βρίσκονται σε όλες τις σπουδαιότερες και πιο καλοπληρωμένες ακαδημαϊκές θέσεις, διδάσκουν και κηρύττουν και ότι όλες οι κυβερνήσεις αγαπούν να ακούν; Ότι όλα τα οικονομικά προβλήματα (στασιμότητα, ύφεση, κρίση ή οτιδήποτε άλλο) είναι αποτέλεσμα της υποκατανάλωσης . Και ποτέ μα ποτέ δεν είναι ότι, όπως η κοινή λογική θα έλεγα ότι επιβάλει, το αποτέλεσμα ελλιπούς αποταμίευσης ή υπο-παραγωγής. Και πώς θα διορθωθεί το πρόβλημα της υπο-κατανάλωσης και να τονωθεί η κατανάλωση; Φορολογώντας τους πλούσιους (επειδή υποτίθεται ότι διοχετεύουν πολύ λίγο από το εισόδημά τους στην κατανάλωση και υπερβολικά στην αποταμίευση) και δίνοντάς τα στους φτωχούς (που δαπανούν σχεδόν όλο το εισόδημά τους στην κατανάλωση), εκτυπώνοντας και ξοδεύοντας περισσότερα κρατικά χαρτονομίσματα, με την επέκταση της κρατικής πίστωσης χαρτονομίσματος και με την αύξηση του δημόσιου χρέους.
Δικαίως, ο Ludwig von Mises χαρακτήρισε και γελοιοποίησε αυτό το οικονομικό «πρόγραμμα τόνωσης» ως την μάταιη απόπειρα να εκτελέσει το βιβλικό θαύμα να μετατρέψει τις πέτρες σε ψωμί
JFC: Ποιες είναι οι επιπτώσεις της αποταμίευσης στην πρόοδο και τον πολιτισμό;
Hoppe: Η απάντηση έχει ήδη υποδειχθεί. Παντού, οι περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν να πετύχουν μια μεγαλύτερη και καλύτερη προσφορά τροφίμων, ρούχων, σπιτιών, αυτοκινήτων, τηλεοράσεων, υπολογιστών κλπ. Και είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί αυτός ο στόχος χωρίς αποταμίευση. Και ενώ κάποιοι άνθρωποι μπορεί να εκφράζουν χλεύη προς αυτό ως «μόνο» υλική πρόοδο ή ακόμα και «υλισμό», πρέπει να τονιστεί ότι μόνο με βάση την βελτίωση των υλικών συνθηκών της ανθρώπινης ζωής, επίσης, μπορεί οποιοσδήποτε ανθρώπινος πολιτισμός να ευδοκιμήσει και να αναπτυχθεί. Δεν υπάρχουν συγγραφείς, συνθέτες, μουσικοί, ζωγράφοι, γλύπτες, ηθοποιοί κ.λπ., χωρίς χαρτί και μελάνι, εκτυπωτικά πιεστήρια, μουσικά όργανα, χρώματα, καμβάδες, γλυπτικά εργαλεία, θέατρα, μουσεία, γκαλερί κλπ. και χωρίς ελεύθερο χρόνο που κατέστη δυνατός και παρέχεται από την υλική ευημερία.
JFC: Τα τρέχοντα συστήματα αποταμίευσης για συνταξιοδότηση στη Δύση λειτουργούν; Εάν όχι, με τι πρέπει να αντικατασταθούν;
Hoppe: Από οικονομική και ηθική άποψη, η πρόνοια για τη γήρανση ενός ατόμου (συνταξιοδότηση) πρέπει να είναι εντελώς ιδιωτική υπόθεση. Κάθε άτομο πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για το δικό του γήρας. Είτε πρόκειται για παραδοσιακή «οικογενειακή ασφάλιση» μεταξύ των γενεών είτε για μεμονωμένες ατομικές αποταμιεύσεις, επενδύσεις σε επαγγελματικά διαχειριζόμενους λογαριασμούς ιδιωτικής συνταξιοδότησης ή για την αγορά διαφόρων μορφών ασφάλισης. Μια τέτοια ρύθμιση δεν εξαλείφει φυσικά όλα τα προβλήματα που σχετίζονται με το γήρας. Αλλά: Από τη μία πλευρά, ο παραδοσιακός θεσμός της «οικογενειακής ασφάλισης» προωθεί και ανταμείβει την «καλή» κοινωνική συμπεριφορά: αμοιβαία αγάπη, προσοχή, ευγένεια, ευγνωμοσύνη, ευπρέπεια και σεβασμό, ενισχύοντας έτσι τους οικογενειακούς δεσμούς και την οικογένεια. Και γενικότερα, αυτή η ρύθμιση ενισχύει την ατομική ευθύνη ανταμείβοντας την επιμέλεια και την προνοητικότητα και τιμωρώντας την αμέλεια και την αδιαφορία. Ως εκ τούτου, τείνει να μειώνει τα προβλήματα γήρατος στο χαμηλότερο ανθρώπινα δυνατό επίπεδο.
Σε έντονη αντίθεση: Στο Δυτικό κόσμο, η «παροχή φροντίδας» γήρατος μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο, και σήμερα είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου κρατικό θέμα – και συνεπώς ο οργανισμός της οικογένειας, η ανθρώπινη ευπρέπεια, οι οικογενειακοί δεσμοί και η ατομική ευθύνη έχουν συστηματικά αποδυναμωθεί. Το κράτος φροντίζει τους πάντες και επομένως δεν χρειάζεται να είσαι ευγενικός προς κανέναν ή να αναλαμβάνεις ατομική ευθύνη.
Πώς «νοιάζεται» το κράτος; Φορολογεί τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα εισοδήματα και υποτίθεται ότι «επενδύει» αυτά τα κεφάλαια για το γήρας των πολιτών του. Σε μερικές περιπτώσεις (όπως η Νορβηγία, για παράδειγμα) τα κεφάλαια επενδύονται πράγματι, αλλά η επένδυση δεν γίνεται από ανταγωνιστικές ιδιωτικές εταιρείες επενδύσεων, αλλά από μονοπωλιακό κυβερνητικό επενδυτικό οργανισμό που επενδύει σε «πολιτικά ορθές» επιχειρήσεις και ως εκ τούτου, ως «ιδιοκτήτης ρίσκου» έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τέτοιες επιχειρήσεις (ενώ παράλληλα κάνει διακρίσεις εις βάρος άλλων,«πολιτικά λανθασμένων» επιχειρήσεων). Επιπλέον, ακόμη και σε αυτό το «λιγότερο κακό» επενδυτικό σενάριο, η συσχέτιση μεταξύ των ατομικών καταβολών φόρου λόγω εξόδου από την υπηρεσία και των μεταγενέστερων ατομικών συνταξιοδοτικών εισπράξεων ή συντάξεων γήρατος συρρικνώνεται και παραμορφώνεται συστηματικά. Δηλαδή, ακόμη και τα άτομα που δεν εισέπραξαν καθόλου ή πολύ λίγα εισοδήματα κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους ζωής και συνεπώς δεν πλήρωσαν κανένα φόρο συνταξιοδότησης, όπως όλοι οι «δικαιούχοι κοινωνικής πρόνοιας» καθώς και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι (που δεν πληρώνουν φόρους, αλλά των οποίων τα εισοδήματα πληρώνονται αντιθέτως από τους φόρους), εντούτοις λαμβάνουν συντάξεις γήρατος (και στην τελευταία περίπτωση συχνά πολύ γενναιόδωρες). Ενώ: Όλα τα άτομα που συνέβαλαν (υποχρεωτικά) στο συνταξιοδοτικό ταμείο και, παρόλο που ήταν υψηλότερη η ατομική τους συνεισφορά, λαμβάνουν λιγότερα και συχνά πολύ λιγότερα συνταξιοδοτικά οφέλη από αυτά που αντιστοιχούν στις εισφορές τους.
Συντριπτικά, στις περισσότερες των περιπτώσεων, η κατάσταση είναι ωστόσο κατά πολύ χειρότερη. Τα περισσότερα δυτικά «κράτη πρόνοιας» δεν εξοικονομούν ούτε επενδύουν καθόλου τις εισφορές συνταξιοδότησης που προέρχονται από επιχειρήσεις και ιδιώτες. Αλλά: Υπό τον κατ’ ευφημισμό τίτλο ενός «συμβολαίου των γενεών», ξοδεύουν αμέσως αυτά τα χρήματα ως συνταξιοδοτικά οφέλη ή συντάξεις στην παρούσα «παλαιότερη γενιά» και υπόσχονται, στο στυλ μιας αλυσιδωτής επιστολής, να πληρώσουν τη συνταξιοδότηση των σημερινών εργαζομένων, από τις εισφορές που θα επιβληθούν στην επόμενη, μη-ακόμη-εργαζόμενη «μελλοντική γενιά», και ούτω καθεξής.
Αλλά τι γίνεται αν η μελλοντική γενιά δεν πληρώσει ή δεν μπορεί να πληρώσει, επειδή ο πληθυσμός γερνάει; Τι γίνεται, αν το προσδόκιμο ζωής ανεβαίνει και οι γεννήσεις πέφτουν κάτω από τα επίπεδα αντικατάστασης, όπως συμβαίνει ήδη σε όλες σχεδόν τις δυτικές χώρες σήμερα; Τι γίνεται, εάν όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι πρέπει να υποστηρίξουν έναν σταθερά αυξανόμενο αριθμό παλαιών και όλο και πιο ηλικιωμένων συνταξιούχων; Στη συνέχεια, το σύστημα αναπόφευκτα θα καταρρεύσει, με αποτέλεσμα τη μαζική εξαθλίωση όχι μόνο για τους υφιστάμενους συνταξιούχους-ηλικιωμένους, αλλά και για τους υφιστάμενους νέους εργαζόμενους!
JFC: Θέλετε να προσθέσετε οτιδήποτε για το θέμα της αποταμίευσης;
Hoppe: Ναι, πρώτα αυτό: Όσο σημαντική και να είναι η εξοικονόμηση για την οικονομική ευημερία και την αύξηση του βιοτικού επιπέδου, δεν αρκεί από μόνη της. Μπορούμε να εξοικονομήσουμε όσο θέλουμε και να συσσωρεύουμε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες αποταμιευμένων, δηλαδή μη καταναλωθέντων, καταναλωτικών αγαθών, αλλά αν δεν ξέρουμε πώς να επενδύσουμε αυτές τις αποταμιεύσεις, δηλαδή πώς να τις μετατρέψουμε σε παραγωγικότητα που θα ενισχύσει είτε παραγωγικά αγαθά είτε νέα και καλύτερα καταναλωτικά αγαθά, δεν θα προκύψει μεγάλη βελτίωση. Χρειαζόμαστε επίσης την ιδέα βάσει της οποίας προκύπτει το δίχτυ, η βάρκα, το σφυρί, το σπίτι, το αυτοκίνητο, ο υπολογιστής κλπ., καθώς και τη γνώση για το πώς να πραγματοποιήσουμε και να κατασκευάσουμε αυτά τα αγαθά. Και αυτό απαιτεί ανθρώπινη φαντασία, νοημοσύνη, εφευρετικότητα και δεξιότητα. Ως εκ τούτου, κάθε κοινωνία που επιθυμεί να βελτιώσει τις υλικές της συνθήκες διαβίωσης, πρέπει να αναγνωρίσει τη σημασία αυτών των ανθρώπινων ιδιοτήτων και ταλέντων και να τιμήσει εκείνα τα άτομα που επιδεικνύουν αυτές τις ικανότητες. Όχι, βεβαίως, παρέχοντας στους εφευρέτες και στους καινοτόμους κάποιο νομικό μονοπώλιο, καθώς κάτι τέτοιο συρρικνώνει και στρεβλώνει την εξάπλωση της ανθρώπινης γνώσης, αλλά μέσω δημόσιας αναγνώρισης και επευφημίας.
Και αυτό: Αναγνώριση και έπαινο αξίζουν επίσης οι επιχειρηματίες και τα επιχειρηματικά ταλέντα. Διότι, δεν αρκεί να έχουμε μόνο αποταμιευτές και έξυπνους σχεδιαστές και μηχανικούς κατασκευαστές νέων και καλύτερων παραγωγικών ή καταναλωτικών αγαθών. Προκειμένου να ικανοποιηθεί καλύτερα η ζήτηση των καταναλωτών και να αυξηθεί το βιοτικό επίπεδο, είναι επίσης απαραίτητο όλα τα παραγόμενα προϊόντα να παράγονται με τον λιγότερο δαπανηρό ή οικονομικότερο τρόπο, έτσι ώστε η παραγωγή κανενός αγαθού να μην υφίσταται εις βάρος της καθόλου ή λιγότερης παραγωγής οποιουδήποτε άλλου, περισσότερο εκτιμημένου αγαθού. Εδώ έρχεται στο προσκήνιο ο επιχειρηματίας και το επιχειρηματικό ταλέντο. Ο επιχειρηματίας εξοικονομεί ή δανείζεται χρήματα από αποταμιευτές (έναντι υπόσχεσης εξόφλησης συν τόκων), μισθώνει και πληρώνει εφευρέτες, τεχνικούς και άλλους απασχολούμενους και αγοράζει ή μισθώνει γη, τις πρώτες ύλες και τα προϊόντα παραγωγής, ώστε να προχωρήσει στη παραγωγή του τελικού προϊόντος που έχει επιλέξει να παράγει. Το κάνει αυτό, με την ελπίδα σωστής πρόβλεψης ενός νομισματικού κέρδους, ενός πλεονάσματος χρημάτων που εισπράχθηκαν από την πώληση του τελικού προϊόντος του και υπερβαίνουν σε ποσότητα τα χρήματα που δαπανήθηκαν για την παραγωγή του. Το κέρδος του, δείχνει ότι έχει μεταμορφώσει με επιτυχία μια κοινωνικά λιγότερο εκτιμημένη εισροή σε μια κοινωνικά υψηλότερης αξίας παραγωγή και ως εκ τούτου, δεν έχει αυξήσει μόνο την δική του ευημερία, αλλά και την κοινωνική ή την ευημερία των καταναλωτών.
Ωστόσο, η επιχειρηματική δραστηριότητα ενός επιχειρηματία που αναζητεί κέρδος, ενέχει ρίσκο. Ο επιχειρηματίας δεν ελέγχει τους πιθανούς αγοραστές των προϊόντων του. Μπορεί αυτοί να μην είναι πρόθυμοι να πληρώσουν την ζητηθείσα χρηματική τιμή ή μπορούν να αγοράσουν μόνο μια μικρότερη ποσότητα σε αυτή την τιμή από την ποσότητα που παράγεται και πρόκειται να πωληθεί. Ως εκ τούτου, υπάρχει επίσης η συνεχής απειλή μιας νομισματικής απώλειας, ένα πλεόνασμα χρημάτων που δαπανάται έναντι των χρημάτων που εισπράχθηκαν, κάτι που δεν θα ήταν μόνο προσωπική απώλεια του επιχειρηματία, αλλά θα ήταν ταυτόχρονα απώλεια της κοινωνικής ευημερίας λόγω οικονομικής σπατάλης.
Αλλά ούτε η επιχειρηματική επιτυχία ή η αποτυχία είναι απλά θέμα καλής ή κακής τύχης, όπως σε μια λαχειοφόρο αγορά. Η επιτυχία εξαρτάται από τη σωστή εκτίμηση και κατανόηση της μελλοντικής καταναλωτικής ζήτησης. Το ανθρώπινο ταλέντο του να εντοπίζονται σωστά οι πιθανοί αγοραστές και η μελλοντική τους προθυμία να πληρώσουν για το συγκεκριμένο προϊόν, δεν διατίθεται ομοιόμορφα σε όλους τους ανθρώπους. Οι περισσότεροι άνθρωποι δείχνουν ελάχιστο ή καθόλου ταλέντο σε αυτό το θέμα και κατά συνέπεια ούτε καν δοκιμάζουν προς αυτό το επιχειρηματικό πνεύμα, αλλά ακόμη και μεταξύ αυτών που δοκιμάζουν, οι περισσότεροι αποτυγχάνουν και εξαφανίζονται γρήγορα από τις τάξεις των επιχειρηματιών. Μόνο πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν επαρκές επιχειρηματικό ταλέντο για να είναι επαναλαμβανόμενα, ξανά και ξανά, επιτυχημένοι και να παραμένουν στην θέση που κατέχουν επιχειρηματικά για πολύ καιρό. Οι επιχειρηματίες, πάνω απ’ όλους, θα πρέπει να αναγνωρίζονται δημόσια και να επαινούνται (και ποτέ να μην φθονούνται), αν πραγματικά σκοπεύουμε να βελτιώσουμε την υλική ευημερία της ανθρωπότητας.
***
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Ludwig von Mises με αρχικό τίτλο: Our Obsession with Consumption — while Ignoring Saving and Investment — Is a Big Problem