Ερχομαι καθημερινά σε επαφή με την ελληνική οικογένεια. Η επαφή μου με γονείς (κυρίως μητέρες) μέσω των ιδιωτικών μου ραντεβού ή μέσω των ομάδων, μου δίνει μια εικόνα.
Η μεγαλύτερη εικόνα όμως έρχεται μέσα από τα λεγόμενα των γονιών και των δασκάλων για οικογένειες που δεν εμφανίζονται σε καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις ούτε καν στις δωρεάν ομιλίες που κάνω στα σχολεία.
Τι θα κάνουμε με όλους αυτούς τους πλανεμένους γονείς και παππουδογιαγιάδες που μεγαλώνουν νοσηρές προσωπικότητες και νομίζουν πως κάνουν και το σωστό;
Πώς θα τους αφυπνίσουμε;
Πώς θα τους φέρουμε στο δρόμο της αναγνώρισης των ευθυνών και των ορίων, πολύ περισσότερο των συνεπειών που δημιουργούν κατ’ αρχήν στα ίδια τα παιδιά και έπειτα στην κοινωνία;
Πώς θα διδάξουμε τη διάκριση;
Παρατηρώ άκρα στις συμπεριφορές των γονιών. Έχουμε εκείνη την ομάδα των ενηλίκων που όντας μειονεκτικοί και άσημοι γαλουχούν τα παιδιά τους να γίνονται μάγκες και θύτες και έχουμε και εκείνους τους μειονεκτικούς και άσημους που με την έλλειψη αποδοχής και παραδοχής οδηγούν τα παιδιά τους στο ρόλο του θύματος.
Τι θα κάνουμε για να τα αποφύγουμε και τα δύο που είναι εξ ίσου νοσηρά και απευκταία;
Μεγάλος ο προβληματισμός. Μεγάλο το δίλλημα.
Υπάρχουν περιπτώσεις που μόνο ο εισαγγελέας θα έπρεπε να παρέμβει. Υπάρχουν οικογενειακές συνθήκες που είναι τόσο νοσηρές για τον ψυχισμό του παιδιού που μόνο ένα υγιές κοινωνικό σύστημα θα έπρεπε να παρέμβει και να εξυγιάνει.
Υπάρχει όμως; Για ποιο σύστημα να μιλήσουμε; Το ανύπαρκτο ή το διαβρωμένο;
Και έτσι μένουμε να παρατηρούμε εκ του μακρόθεν ότι πέφτει στην αντίληψή μας και να φτύνουμε τον κόρφο μας που δεν συμβαίνει σε μας.
Γινόμαστε όμως μάρτυρες της νοσηρής συνθήκης, γινόμαστε συνεργοί στο τραύμα της κοινωνίας επειδή ανεχόμαστε τον αποπροσανατολισμένο, τον μη αφυπνισμένο, τον εξυπνάκια, τον ανόητο, τον μειονεκτικό που συμπεριφέρεται αλαζονικά γιατί νομίζει πως αυτός και ο κανακάρης του είναι το κέντρο του κόσμου.
Γινόμαστε μάρτυρες της νοσηρής συνθήκης που ονομάζεται «δεμένη οικογένεια» με το τριώροφο με τα κλειδιά έξω απ’ τις πόρτες, όπου δεν υπάρχει όριο, δεν υπάρχει προσωπικός χώρος και χρόνος, δεν υπάρχει απογαλακτισμός.
Γινόμαστε μάρτυρες της θυσίας της γιαγιάς - μάνας που μεγαλώνει τα εγγόνια, βάζει πλυντήρια, μαγειρεύει για «να έρθουν τα παιδιά να τα βρουν έτοιμα»!
Τα παιδιά που δεν μεγαλώνουν ποτέ και δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους ποτέ. Και στο βωμό της «δεμένης οικογένειες» θυσιάζονται όλοι αλλά κυρίως παραδειγματίζονται λανθασμένα τα παιδιά.
Γινόμαστε μάρτυρες εκείνης της μάνας που αφού δεν κατάφερε να γίνει βασίλισσα επιθυμεί να γίνει βασιλομήτωρ και κάνει στον κανακάρη της αυτά που θα έπρεπε να κάνει από χαρά και επιλογή για τον πατέρα του.
Και παρατηρούμε τον πατέρα αποδυναμωμένο και δυστυχή να γίνεται ένα μοντέλο προς αποφυγήν του κανακάρη του.
Παρατηρούμε εκείνη τη μάνα που υπομένει τον βάναυσο πατέρα και αναγκάζεται να σκύβει με θλίψη και μελαγχολία και μόνο της μέλημα να είναι οι δουλειές και η τηλεόραση.
Τι εξαίρετο παράδειγμα για την κόρη που θέλει να φύγει με την πρώτη ευκαιρία να μην βλέπει να μην ακούει να μην αντιλαμβάνεται τον συμβιβασμό. Και φεύγει με τον πρώτο που της υπόσχεται δράση και νόημα.
Αλλά είναι ο κατάλληλος; Πώς να μάθει να επιλέγει! Αφού έζησε όλη τη ζωή μέσα στο συμβιβασμό.
Έμαθε να κόβει με το μαχαίρι την δόνηση του συμβιβασμού, του φόβου, του θυμού, των ενοχών μέσα στο σπίτι.
Έχω ακούσει πολλούς νέους να λένε. «Δεν θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου». «Δεν έχω τίποτα να κάνω στην απέραντη σιωπή των γονιών μου» «Δεν θέλω να τους ακούω να κατηγορεί ο ένας τον άλλο», αλλά εκείνοι αν τους ρωτήσεις θα πουν "θυσιάζομαι για τα παιδιά" και άλλα τέτοια τραγικά και ολέθρια για τον ψυχισμό του νέου ανθρώπου που υποτίθεται βάζει τα θεμέλια της δικής του συντροφικής ζωής.
Πώς να χτίσει σχέσεις!
Πώς να συνεργαστεί!
Πώς να συνυπάρξει!
Πού το είδε αυτό; Ποιος του το δίδαξε;
Χρειάζονται αφύπνιση οι γονείς. Χρειάζονται εκπαίδευση. Χρειάζονται μαθητεία.
Δεν υπάρχει σπουδαιότερος ρόλος στη ζωή. Δεν υπάρχει πιο σημαντική ενασχόληση εκτός από εκείνη του γονιού. Ποιος μας έχει πείσει ότι είναι ένστικτος ο ρόλος;
Ποιος μας έχει αναγκάσει να θεωρούμε ότι ξέρουμε ενώ δεν ξέρουμε και δεν κάνουμε και καμία προσπάθεια για να μάθουμε. Αφού η πολιτεία δεν το κάνει, αφού το Σχολείο δεν μπορεί γιατί το βάζουν να κάνει άλλα, ας το κάνουν οι Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων.
Ας μην ασχολούνται με τις εμπάθειες και τις ίντριγκες των μεταξύ των σχέσεων.
Ας οδηγηθούν να αντιληφθούν πως ο ρόλος τους είναι να γίνουν οι ίδιοι καλύτεροι γονείς και να εμπνεύσουν την αφύπνιση και όσων κοιμούνται ακόμη.
Δεν μπορεί να ακούω από στόματος Διευθυντού Δημοτικού Σχολείου, «κυρία μου τα Σχολεία έχουν γίνει parking παιδιών.
Έχω τουλάχιστον 20 ανεπίδοτα ενδεικτικά μαθητών της προηγούμενης χρονιάς στο συρτάρι μου. Δεν έχουν έρθει να τα πάρουν! Δεν έχουν έρθει να μάθουν τι κάνει το παιδί τους στο Σχολείο».
Και απ’ την άλλη έχουμε γονείς οι οποίοι παρασυρόμενοι από τις διαδώσεις διασύρουν δασκάλους, εμποδίζουν το έργο του Σχολείου, παρεμποδίζουν τη δομή και την οργάνωση γιατί αμφισβητήθηκε η πρωτιά του παιδιού τους!
Ας εμπνευστούν οι Σύλλογοι ιδέες για να φέρουν τους γονείς σε δράσεις συνεργατικές, δράσεις χαράς και ομαδικότητας. Ας δουν πώς να συνδράμουν στη ανάπτυξη σχέσεων.
Έτσι κι αλλιώς η γειτονιά έχει εκλείψει ας την αναπαράγουμε στην αυλή του Σχολείου.
Νοσεί η κοινωνία μας. Νοσεί βαρύτατα!
Χρειάζεται να κάνουμε κάτι. Χρειάζεται να λειτουργήσουμε ως πυρήνες αφύπνισης όποιος αντιλαμβάνεται την αλήθεια αυτών που λέγονται σ’ αυτές τις γραμμές ας τολμήσει.
Ας γίνει η αλλαγή που θέλει. Ας φανταστεί! Ας οραματιστεί και ας τραβήξει το χορό.
Ο δρόμος είναι δύσκολος έτσι κι αλλιώς, καλύτερα να τον πάμε χορεύοντας.
Γράφει η Ερατώ Χατζημιχαλάκη, Οικογενειακή Σύμβουλος
Πηγή: allazo.gr