Το ευρωπαϊκό υπερκράτος που επιβάλλεται σαν «θεραπεία» σε όλους τους Ευρωπαίους, δεν είναι απλά χειρότερο από την ασθένεια. Είναι η ασθένεια.
Του Claudio Grass Απόδοση στα Ελληνικά: Νίκος Μαρής
Μετά από έντονες διαπραγματεύσεις, πολλά μερόνυχτα συγκρούσεων, και μια αίσθηση έντονης δυσαρέσκειας καθ’ όλη τη διάρκεια της συνόδου κορυφής, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησαν τελικά για έναν άνευ προηγουμένου προϋπολογισμό 1,82 τρισεκατομμυρίων ευρώ (2,1 τρισεκατομμύρια δολάρια) και ένα πακέτο ανάκαμψης από τον covid. Αυτή η συμφωνία παρέχει 750 δισεκατομμύρια ευρώ σε χρηματοδότηση, που προορίζεται για την αντιμετώπιση του αντίκτυπου της πανδημίας και περιλαμβάνει επίσης 390 δισεκατομμύρια ευρώ σε μη επιστρεπτέες επιχορηγήσεις στα μέλη της ΕΕ που έχουν πληγεί περισσότερο, με την Ιταλία και την Ισπανία να είναι οι κύριοι αποδέκτες.
Οι σκληρές διαπραγματεύσεις έφεραν ξανά στην επιφάνεια το βαθύ οικονομικό, διαρθρωτικό και πολιτιστικό χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου. Αυτό το χάσμα υπήρξε στο επίκεντρο κάθε σοβαρής πολιτικής και οικονομικής κρίσης της Ένωσης μέχρι στιγμής, και η επανεμφάνισή του χρησίμευσε ως μια ακόμη υπενθύμιση για το πόσο αφύσικο, βεβιασμένο, και μη βιώσιμο είναι το όραμα της ολοκλήρωσης των ευρωλατρών. Οι ευρύτεροι στρατηγικοί στόχοι τους, όπως και το ίδιο το πακέτο βοήθειας, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μαζική ανακατανομή του πλούτου και μια μάταιη προσπάθεια επιβολής μιας ομοιομορφίας, σε ένα ριζικά διαφορετικό σύνολο εθνικών ταυτοτήτων, οικονομικών προφίλ και τοπικών πολιτικών καταστάσεων.
Όπως έχουμε δει πολλές φορές σε προηγούμενες κρίσεις, το βασικό σημείο σ’ αυτές τις πιο πρόσφατες συνομιλίες «διάσωσης» ήταν τα δίκαια παράπονα και οι ανησυχίες των πλουσιότερων χωρών του Βορρά, συμπεριλαμβανομένων των Κάτω Χωρών και της Αυστρίας, για το ότι πρέπει να πληρώσουν για ακόμη μια φορά το λογαριασμό και να διασώσουν πάλι τους νότιους γείτονές τους. Σε αυτήν την περίπτωση, η διαφωνία επικεντρώθηκε στο ζήτημα των δανείων έναντι των επιχορηγήσεων, καθώς τα πλουσιότερα μέλη επέμεναν αρχικά ότι τα τεράστια χρηματικά ποσά που αναγκάστηκαν να δώσουν, θα έπρεπε τουλάχιστον να επιστραφούν κάποια στιγμή στο μέλλον. Και έτσι, στο όνομα της «αλληλεγγύης», τα κράτη που προέβαλαν κάποια αντίσταση, οι «φειδωλοί τέσσερις» – Σουηδία, Δανία, Αυστρία και Ολλανδία – διασύρθηκαν και στιγματίστηκαν από μέσα μαζικής ενημέρωσης, που τα απεικόνισαν σαν άσπλαχνους χαρακτήρες βγαλμένους από βιβλίο του Ντίκενς.
Φυσικά, το γεγονός ότι οι κύριοι δικαιούχοι όλων αυτών των δωρεάν χρημάτων βρίσκονταν σε βαθιά και χρόνια οικονομικά προβλήματα πολύ πριν εμφανιστεί ο κορωνοϊός, τέθηκε βολικά εκτός συζήτησης. Αντ’ αυτού, οι «φειδωλοί» δέχτηκαν τεράστιες πιέσεις να «κάνουν το σωστό», δηλαδή να συμφωνήσουν ότι το μείζον τμήμα της χρηματοδοτικής στήριξης θα είχε τη μορφή καθαρών δωρεών σε μετρητά. Προφανώς, οι τακτικές «πειθούς» περιελάμβαναν και υποκριτικές εκρήξεις θυμού: σύμφωνα με το BBC, σε κάποιο σημείο ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν φέρεται να χτύπησε τις γροθιές του στο τραπέζι, καθώς είπε στους «φειδωλούς τέσσερις» ότι θέτουν σε κίνδυνο το «ευρωπαϊκό σχέδιο».
Το κύριο πρόβλημα με αυτό το πρωτοποριακό πακέτο οικονομικής «τόνωσης» είναι ουσιαστικά το ίδιο με το πρόβλημα που είχαν όλα τα προηγούμενα πακέτα την τελευταία δεκαετία. Όχι μόνο η ΕΕ αρέσκεται στο να αναδιανέμει τον πλούτο από το Βορρά στο Νότο σε τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά επίσης, όλα αυτά τα σχέδια δεν διαθέτουν οποιουσδήποτε σοβαρούς ελέγχους σχετικά με το πού και το πώς δαπανώνται τα χρήματα. Ως αποτέλεσμα, συνεχίζουμε να βλέπουμε τεράστιες σπατάλες, και επίπεδα διαφθοράς που συνήθως παρατηρούνται μόνο σε αναπτυσσόμενες οικονομίες. Η ίδια η τεράστια κλίμακα αυτού του τελευταίου πακέτου φέρνει το ζήτημα πιο έντονα στο προσκήνιο, ειδικά καθώς το πακέτο βασίζεται σε ένα σύστημα δανεισμού από κοινού, που επιτρέπει στις φτωχότερες χώρες της ΕΕ να λαμβάνουν φθηνά δάνεια χρησιμοποιώντας την πιστοληπτική ικανότητα των πλουσιότερων γειτόνων τους, οι οποίοι λειτουργούν ως εγγυητές.
Αυτό μας οδηγεί στις πολύ πρακτικές αδυναμίες του μηχανισμού αυτού του σχεδίου «ανακούφισης από την πανδημία». Όλα αυτά τα δάνεια και οι επιχορηγήσεις θα χρηματοδοτηθούν μέσω ενός άνευ προηγουμένου ποσού χρέους, κάτι που είναι μη βιώσιμο και κοντόφθαλμο από μόνο του. Το γεγονός ότι αυτό το χρέος μοιράζεται από κοινού, ωστόσο, καθιστά αυτήν την «ιστορική συμφωνία» ακόμη πιο ύπουλη, έντονα πολιτική, και την καταδικάζει σε αποτυχία. Αυτή η συμφωνία σηματοδότησε την επίσημη υιοθέτηση της ιδέας της αμοιβαιοποίησης του χρέους ως εργαλείου χρηματοδότησης, ανοίγοντας έτσι ξεκάθαρα το δρόμο για έναν πολύ βαθύτερο συγκεντρωτισμό της ΕΕ, για ακόμη μεγαλύτερες φορολογικές εξουσίες, και για την πολύ πιο άμεση πολιτική εξουσία των Βρυξελλών έναντι των εθνικών κυβερνήσεων.
Όλα αυτά είναι ήδη εμφανή στα προσχέδια για τους όρους και τις προϋποθέσεις των δανείων και των επιχορηγήσεων στο πακέτο. Δεν υπάρχει πραγματική δέσμευση όσον αφορά τη διαφάνεια και όλες τις πρακτικές πτυχές του τρόπου με τον οποίο θα χρησιμοποιηθούν τα κεφάλαια, αλλά υπάρχουν εντόνως πολιτικά προαπαιτούμενα. Για παράδειγμα, το 30% της βοήθειας οφείλει να δαπανηθεί για μια «πράσινη» ατζέντα και για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Υπάρχει επίσης μια σαφής στόχευση στις συμφωνίες, που συνδέουν τη διανομή της βοήθειας με τη συμμόρφωση με το «κράτος δικαίου». Πρόκειται για μια ελαφρά συγκαλυμμένη απειλή ενάντια στα συντηρητικά κράτη μέλη, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, όπου οι δημοκρατικά εκλεγμένες εθνικές κυβερνήσεις είναι γνωστό ότι εκδίδουν νόμους που προξενούν έντονη δυσαρέσκεια στην ΕΕ. Υπάρχουν, επομένως, κάποιοι σαφείς και καθαρά πολιτικοί όροι που συνδέονται με αυτό το μεγάλο «ενοποιητικό» σχέδιο.
Μπορεί να είναι τυλιγμένη σε μια ιδεαλιστική και μελοδραματική φρασεολογία, λ.χ. τη «διάσωση του κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντός μας», αλλά στην πραγματικότητα η συμφωνία αυτή αποτελεί μια κατάφωρη υφαρπαγή δικαιοδοσιών. Η αυτοπροκληθείσα ζημιά από τα λουκέτα και τις καραντίνες έχει ψευδώς, αλλά πολύ βολικά, αποδοθεί στον ίδιο τον κορωνοϊό, ο οποίος επέτρεψε στους πολιτικούς και τους Ευρωκράτες να παρουσιάσουν αυτήν την ύφεση -η οποία ήταν ήδη εμφανής από τα τέλη του περασμένου έτους- ως μια φυσική καταστροφή, και ως εκ τούτου χωρίς υπαίτιο. Με τη σειρά της, η προκύπτουσα οικονομική κατάρρευση και η βαθιά χρηματοπιστωτική κρίση που πλήττει αμέτρητα νοικοκυριά, έχουν χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογίες για την επιβολή πολιτικών αποφάσεων προσανατολισμένων προς έναν ακόμα μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό. Έτσι, η απάντηση σε όλα τα τρέχοντα προβλήματά μας είναι «μια ισχυρότερη ΕΕ», παρόλο που αυτή ακριβώς η νοοτροπία προκάλεσε τα προβλήματα εξ αρχής.
Υπό αυτό το πρίσμα, η «θεραπεία» που επιβάλλεται σε όλους τους Ευρωπαίους δεν είναι απλά χειρότερη από την ασθένεια. Είναι η ασθένεια.
***
Συντάκτης άρθρου: Claudio Grass