Ο Hans Hermann Hoppe σχολιάζει για πρώτη φορά τα Lock Down σε μια αποκαλυπτική συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Mises Institute.
Thomas Jacob : Pr. Hoppe, είστε γνωστός ως επικριτής του κράτους και του πολιτικού συγκεντρωτισμού. Δεν αποδεικνύει ο κορωνοϊός ότι τα κράτη και οι κανονισμοί των κεντρικών κυβερνήσεων είναι απαραίτητοι;
Hans-Hermann Hoppe : Αντιθέτως. Φυσικά, τα διάφορα συγκεντρωτικά κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί, όπως η ΕΕ ή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την πανδημία του covid-19 προς όφελός τους, δηλαδή να επεκτείνουν την εξουσία τους στα αντίστοιχα πεδία, να δοκιμάσουν πόσο μακριά μπορεί κανείς να φτάσει διατάζοντας τους ανθρώπους, με αφορμή την εμφάνιση ενός αρχικά ασαφούς και, στη συνέχεια, συστηματικά δραματοποιημένου κινδύνου μιας παγκόσμιας επιδημίας. Και ο βαθμός στον οποίο αυτό έχει επιτευχθεί, συμπεριλαμβάνοντας έναν γενικό κατ ‘οίκον περιορισμό του πληθυσμού, είναι τρομακτικός.
Αλλά εάν η πορεία των τρεχόντων γεγονότων έχει δείξει κάτι, δεν είναι το πόσο απαραίτητες ή αποτελεσματικές είναι οι κεντρικές κυβερνήσεις και αποφάσεις, αλλά αντίθετα πόσο κρίσιμης σημασίας είναι οι αποκεντρωμένες αποφάσεις και οι αποκεντρωμένοι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων.
Ο κίνδυνος που προέρχεται από μια επιδημία δεν είναι ποτέ ο ίδιος παντού, για όλους, ταυτόχρονα. Η κατάσταση στη Γαλλία είναι διαφορετική από αυτήν στη Γερμανία ή το Κονγκό, και οι συνθήκες στην Κίνα δεν είναι οι ίδιες με εκείνες στην Ιαπωνία. Και εντός χωρών με ποικιλομορφία, το επίπεδο της απειλής διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, από πόλη σε πόλη, μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών, ανάλογα με τη δημογραφική και πολιτιστική σύνθεση του πληθυσμού. Επιπλέον, υπάρχει ένα ευρύ φάσμα πολύ διαφορετικών αξιολογήσεων και προτάσεων σχετικά με το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουμε ενόψει αυτού του επιπέδου απειλής, όλες προτεινόμενες από εξίσου «αναγνωρισμένους εμπειρογνώμονες». Επομένως, κάθε συγκεντρωτικό μέτρο, σε εθνικό επίπεδο (και σε ακραίες περιπτώσεις, παγκόσμιο) για την αποτροπή του κινδύνου – ένα μοντέλο τύπου «ένα μεγέθους για όλους», πρέπει εξαρχής να το θεωρούμε παράλογο και ακατάλληλο.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτήν την κατάσταση, ήταν φυσικό ότι, εκτός από τους εκπροσώπους των κεντρικών κυβερνήσεων, διάφοροι περιφερειακοί και τοπικοί κυβερνώντες παντού, γρήγορα και ολοένα και περισσότερο, θα συμμετείχαν στην επιχείρηση πρόληψης των κινδύνων. Η επιδημία τους πρόσφερε την τέλεια ευκαιρία να ξεχωρίσουν από το κεντρικό κράτος και τους εκπροσώπους του, και να επεκτείνουν τη δική τους σφαίρα εξουσίας. Αγνόησαν, επιδείνωσαν, μετρίασαν, καθυστέρησαν ή τροποποίησαν με κάποιον άλλον τρόπο τα μέτρα της κεντρικής κυβέρνησής τους για τις αντίστοιχες περιφέρειές τους, πάντα με γνώμονα την κοινή γνώμη –ή μάλλον την γνώμη των δημοσιογράφων-, συχνά παρασυρμένοι από την ελπίδα ότι τελικά θα προκριθούν στο αξίωμα του κεντρικού δικτάτορα με το να γίνουν πρώτα δημοφιλείς περιφερειακοί δικτάτορες.
Παρά τις όποιες βελτιώσεις στον περιορισμό του κινδύνου που επέφερε αυτή η αποκεντρωμένη λήψη αποφάσεων, και παρά το γεγονός ότι μια ποικιλία διαφορετικών, και διαφορετικά διαχειριζόμενων, περιοχών υποστηρίζει συστηματικά το να μαθαίνει κανείς από λάθη του, η συνολική εμπειρία σχετικά με τα κράτη και τους κρατικούς φορείς στη λήψη αποφάσεων για την αντιμετώπιση των επιδημιών είναι σοκαριστική. Όπως και σε όλους τους άλλους τομείς, το κράτος αποτυγχάνει μεγαλειωδώς, ειδικά στον τομέα της δημόσιας υγείας και της πρόληψης ασθενειών. Στην πραγματικότητα, όπως το καθιστούν ολοένα και πιο ξεκάθαρο τα τρέχοντα γεγονότα, το κράτος μέσω των προστατευτικών του μέτρων σκοτώνει, ή καθιστά άρρωστους, περισσότερους ανθρώπους από ό, τι θεραπεύει ή προστατεύει από το θάνατο.
TJ : Είναι οι πολιτικοί απλώς ηλίθιοι;
Hoppe : Σίγουρα, οι πολιτικοί στο σύνολό τους δεν είναι και τα πιο λαμπρά μυαλά. Και η «κοινωνική προσφορά» που τους ενώνει όλους ως πολιτικούς, δηλαδή, ο ισχυρισμός τους ότι θέλουν και μπορούν να βοηθήσουν τους άλλους ανθρώπους (ή ακόμα και ολόκληρη την ανθρωπότητα) να αποκτήσουν περισσότερη ευτυχία και ευημερία μέσω των δικών τους ενεργειών, θα πρέπει να θεωρείται ύποπτη από την αρχή. Όμως, ο πραγματικός λόγος για την αποτυχία των πολιτικών γενικά, και ειδικά στην αντιμετώπιση των μολυσματικών ασθενειών, βρίσκεται βαθύτερα και είναι δομικού χαρακτήρα.
Ο βαθύτερος, δομικός λόγος είναι ότι οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής, είτε κεντρικής είτε περιφερειακής, έχουν αυτό που τώρα ονομάζεται ευρέως «no skin in the game» (πλήρη απουσία προσωπικών επιπτώσεων) κατά τη λήψη αποφάσεων. Δηλαδή, είναι σε μεγάλο βαθμό απαλλαγμένοι από τον κίνδυνο πιθανών λανθασμένων αποφάσεων και πιθανών ζημιών και κόστους. Δεν χρειάζεται να σκέφτονται επισταμένα και μακροπρόθεσμα για τις συνέπειες και τις παρενέργειες των πράξεών τους, αλλά μπορούν αντ’ αυτού να παίρνουν «αυθόρμητες» αποφάσεις, καθώς δεν θεωρούνται προσωπικά υπόλογοι για τις συνέπειες των εντολών τους. Στο σύνολό τους, μπορούν να επιβαρύνουν άλλους ανθρώπους με το κόστος των ενεργειών τους. Αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο η ηλιθιότητα και η «κοινωνική προσφορά» – ειδικά όταν συνδυάζονται – γίνονται κίνδυνοι και στη συνέχεια προάγουν συστηματικά την ανευθυνότητα, την αυθαιρεσία και τη μεγαλομανία.
Πάρτε, για παράδειγμα, τον κορωνοϊό: Γιατί δεν θα πρέπει κάποιος, όταν αντιμετωπίζει μια μολυσματική ασθένεια, να καταφύγει σε «τολμηρά» μέσα, όπως οι απαγορεύσεις εξόδου από το σπίτι και επαφής με άλλους ανθρώπους, οι κατ’ οίκον περιορισμοί, το κλείσιμο επιχειρήσεων, η απαγόρευση εργασίας και παραγωγής κ.λπ., εφόσον δεν υφίσταται καμία άμεση απώλεια του εισοδήματός του ως αποτέλεσμα; Ο λόγος είναι ότι, όπως στην περίπτωση όλων των πολιτικών που είναι υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων καθώς και των αποκαλούμενων δημοσίων υπαλλήλων (civil servants), το δικό τους εισόδημα δεν προέρχεται από παραγωγική κερδοφόρο εργασία, αλλά χρηματοδοτείται από φόρους, δηλαδή από υποχρεωτικές εισφορές, και ως εκ τούτου είναι βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα εξασφαλισμένο. Και γιατί θα πρέπει να ανησυχεί κανείς για τις έμμεσες και μακροπρόθεσμες παρενέργειες και συνέπειες των δικών του πράξεων, εφόσον δεν μπορεί να κατηγορηθεί προσωπικά, να θεωρηθεί υπόλογος και υπεύθυνος για τις όποιες ζημίες; Για να δικαιολογήσει κανείς τις δικές του «τολμηρές» ενέργειες, μπορεί να υποδείξει έναν μικρό αλλά βολικά αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων που υποτίθεται ότι σώθηκαν από σοβαρές ασθένειες ή ακόμα και από το θάνατο, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο συνολικό πληθυσμό, αγνοώντας ταυτόχρονα με άνεση τις συνέπειες ενός lockdown, δηλαδή το γεγονός ότι ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων θα υποστεί οικονομικά δεινά, ως αποτέλεσμα αυτών των μέτρων και, επίσης ως αποτέλεσμα, έμμεσα θα αρρωστήσει ενδεχομένως, ή θα πεθάνει.
Στην πραγματικότητα, στην αρχή φάνηκε σαν οι πολιτικοί υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων να μην ήξεραν καθόλου (ή να μην ήθελαν να μάθουν) ότι ακόμη και οι «επιχειρήσεις διάσωσης», όσο καλοπροαίρετες κι αν είναι, δεν μπορούν να είναι δίχως κανένα κόστος. Σαν επιχειρήσεις διάσωσης, παρουσιάστηκαν ως «η μοναδική εναλλακτική λύση». Όταν οι παρενέργειες έγιναν πιο προφανείς και δεν μπορούσαν πλέον να κρυφτούν, ισχυρίστηκαν ότι οι αποφάσεις τους αφορούσαν μια αντιστάθμιση μεταξύ «υγείας» και «οικονομίας» και ότι για εκείνους, όντες τόσο καλοί άνθρωποι, η ανθρώπινη ζωή έχει πάντα απόλυτη προτεραιότητα έναντι όλων των οικονομικών παραμέτρων. Υπάρχει μια στοιχειώδης συνειδητοποίηση, στην οποία οι «δυνάμεις της υπευθυνότητας» έδειχναν ανίκανες ή απρόθυμες να φτάσουν. Και αυτή η συνειδητοποίηση είναι ότι μια τέτοια διχοτομία δεν υφίσταται καθόλου. Αντιθέτως, μια ευημερούσα οικονομία είναι η βάση για την προστασία των ανθρώπων, και για τη διατήρηση της υγείας τους ειδικότερα. Είναι επομένως, μόνο οι φτωχότερες περιοχές, τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού και τα φτωχότερα άτομα που πλήττονται σοβαρότερα από ένα lockdown (χωρίς να εξαιρείται καθόλου η υγεία τους). Πολύ δύσκολα θα μπορούσε αυτή η στοιχειώδης διορατικότητα να συνδυαστεί με τη στάση όλων των πολιτικών υπευθύνων για τη λήψη αποφάσεων που ανέλαβαν το ρόλο του τολμηρού διασώστη σε μια ακραία έκτακτη ανάγκη.
Και όταν, εν τέλει, αντιμετωπίζοντας το πραγματικό εύρος της φτωχοποίησης της κοινωνίας, ως αποτέλεσμα των κρατικών απαγορεύσεων των επαφών, της παραγωγής και του εμπορίου, του κλεισίματος των επιχειρήσεων, των απαλλοτριώσεων, των χρεοκοπιών, της ανεργίας, της εργασίας μερικής απασχόλησης κ.λπ., ακόμη και το αφελές επιχείρημα περί διάσωσης δεν έστεκε πλέον, και ο ρόλος των πολιτικών ως παντοδύναμων σωτήρων φάνταζε όλο και περισσότερο κίβδηλος ή ακόμη και φαρισαϊκός, υποστήριξαν τότε ότι οι βλάβες που προέκυψαν ως αποτέλεσμα των μέτρων τους θα αντισταθμίζονταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κατά μία έννοια, αυτό θα τους έκανε δύο φορές σωτήρες: οι διασώστες ενός διασώστη που βρίσκεται σε δυσχέρεια. Και αυτό το κατόρθωμα επιτεύχθηκε αυξάνοντας μαζικά την προσφορά χρήματος. Η αντιστάθμιση του κόστους, ή η αποζημίωση, πραγματοποιήθηκε απλά δημιουργώντας από το τίποτα νέα κρατικά χαρτονομίσματα, τα οποία παράγονται με σχεδόν μηδενικό κόστος. Αυτή η διαδικασία δεν κοστίζει τίποτα στους πολιτικούς υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων, και τους δίνει -πάντα ευπρόσδεκτα από την πλευρά τους- ένα αυξημένο χρηματικό ποσό, η διανομή του οποίου τους παρέχει τη δυνατότητα να παραστήσουν τους σωτήρες ευεργέτες. Εν τω μεταξύ, το κόστος αυτής της προσφοράς χρήματος αυξάνεται, δηλαδή, η επακόλουθη απώλεια αγοραστικής δύναμης μιας μονάδας χρήματος και η αυξημένη μελλοντική υποχρέωση εξυπηρέτησης χρέους καλύπτονται από άλλους και εναποτίθενται σε άλλους ή κοινωνικοποιούνται συνολικά. Ολόκληρος ο ελιγμός αυτός μοιάζει με το περίφημο παράδειγμα του εμπρηστή, που στη συνέχεια ενήργησε σαν πυροσβέστης κατά την κατάσβεση του σπιτιού στο οποίο είχε βάλει φωτιά, και έγινε έτσι διάσημος ήρωας. Η μόνη διαφορά είναι ότι το κράτος, αυξάνοντας την ποσότητα του χρήματος, κοινωνικοποιεί επίσης και το κόστος της κατάσβεσης της φωτιάς.
Όμως – και αυτό είναι ίσως το πιο τρομακτικό ζήτημα ολόκληρης της κατάστασης λόγω κορωνοϊού – το κράτος τη γλιτώνει ατιμωρητί με αυτήν την ξεδιαντροπιά του. Σίγουρα, υπάρχουν αντιστάσεις εναντίον του lockdown εδώ και εκεί, και όσο περισσότερο διαρκεί αυτή η κατάσταση, η αντίσταση αυξάνεται. Ωστόσο, η πλειονότητα των υπευθύνων για τη χάραξη πολιτικής θεωρούνται ηρωικοί σωτήρες, αντί εμπρηστές. Και το κράτος, οι εκπρόσωποί του, χρησιμοποίησαν την έννοια του κινδύνου της λοίμωξης, ο οποίος συστηματικά διογκώθηκε, για να επεκτείνουν τις δικές τους εξουσίες σε έναν άνευ προηγουμένου βαθμό, τουλάχιστον σε καιρό ειρήνης. Αυτές οι εξουσίες περιλαμβάνουν την αναστολή όλων των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και των ελευθεριών, και έναν σχεδόν πλήρη περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας μετακίνησης μέχρι και το εσωτερικό των σπιτιών – και όλα αυτά στο όνομα του περιορισμού μιας λοίμωξης και της δημόσιας υγείας.
Κατά τη γνώμη μου, ο βαθμός της υποταγής στους πολιτικούς που εκφράζει αυτή η εξέλιξη, είναι εξαιρετικά ανησυχητικός.
TJ : Πώς επιλύεται το πρόβλημα μιας πανδημίας, χωρίς κυβερνητικούς κανονισμούς, σε μια κοινωνία ιδιωτικού δικαίου;
Hoppe : Σε μια κοινωνία ιδιωτικού δικαίου, όλη η γη, κάθε τετραγωνικό εκατοστό, ανήκει σε ιδιώτες. Όλα τα διαμερίσματα, τα σπίτια, οι οικισμοί, οι δρόμοι, οι πλωτές οδοί, οι θαλάσσιοι λιμένες και τα αεροδρόμια, τα εργοστάσια, τα γραφεία, τα σχολεία, τα νοσοκομεία κ.λπ. έχουν ιδιώτη ιδιοκτήτη. Αυτός ο ιδιοκτήτης είναι είτε ένα άτομο, είτε μια ομάδα ατόμων, ή ένας ιδιωτικός σύλλογος, καθένας με δικούς του κανόνες, οργανωτική δομή και εσωτερικούς κανόνες και διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Αυτό επιτυγχάνει, σε αντίθεση με όλους και κάθε πολιτικό συγκεντρωτισμό, ένα μέγιστο βαθμό αποκεντρωμένης λήψης αποφάσεων και, ταυτόχρονα, ένα μέγιστο βαθμό ευθύνης και υπεύθυνης δράσης. Κάθε απόφαση είναι απόφαση ενός συγκεκριμένου προσώπου ή ένωσης σε σχέση με την ιδιωτική ιδιοκτησία τους, και μόνο με αυτήν. Και κάθε υπεύθυνος για τη λήψη αποφάσεων είναι υπόλογος ή καλύπτει το κόστος για τις εσφαλμένες αποφάσεις του με τη δική του ιδιοκτησία.
Για το συγκεκριμένο πρόβλημα της αντιμετώπισης μιας πανδημίας, αυτό σημαίνει ότι, όπως και το πρόβλημα της μετανάστευσης, ο επείγων χαρακτήρας του οποίου σήμερα επισκιάζεται από τον κορωνοϊό, το ερώτημα που θέτει μια πανδημία είναι απλώς, «ποιον δέχομαι και ποιον αποκλείω;» ή «ποιον επισκέπτομαι και από ποιον κρατώ αποστάσεις;» Πιο συγκεκριμένα: κάθε ιδιώτης ιδιοκτήτης, ή ένωση ιδιοκτητών ακινήτων πρέπει να αποφασίσουν, με βάση τη δική τους εκτίμηση της επικινδυνότητας μιας λοίμωξης για την περιουσία τους, σε ποιους θα επιτρέπεται να εισέρχονται στην ιδιοκτησία τους, πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις, και σε ποιους θα απαγορεύεται. Και, ειδικά στην περίπτωση ιδιοκτησίας χρησιμοποιούμενης για εμπορικούς σκοπούς, αυτή η απόφαση δύναται να περιλαμβάνει τα προληπτικά μέτρα κάποιου, που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της πρόσβασης των επισκεπτών ή των πελατών, που με αυτόν τον τρόπο δείχνουν να μειώνουν ή να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο. Και αντίστροφα, οι επισκέπτες ή οι πελάτες μπορούν επίσης να παίρνουν προληπτικά μέτρα από την πλευρά τους, ώστε να τους επιτρέπεται η απρόσκοπτη πρόσβαση από διάφορους πιθανούς οικοδεσπότες ή ιδιοκτήτες. Το αποτέλεσμα αυτών των πολλαπλών μεμονωμένων αποφάσεων είναι ένας σύνθετος ιστός κανόνων πρόσβασης και επισκέψεων.
Όλες οι συναθροίσεις ή οι συναντήσεις των ανθρώπων πραγματοποιούνται εθελοντικά και σκόπιμα. Σε κάθε περίπτωση, συμβαίνουν επειδή τόσο ο οικοδεσπότης όσο και ο επισκέπτης, θεωρούν ότι το όφελος της συνάντησής τους είναι μεγαλύτερο από τον κίνδυνο πιθανής μολυσματικής μετάδοσης που μπορεί να προκύψει από αυτήν. Επομένως, ούτε ο οικοδεσπότης ούτε ο επισκέπτης δεν έχουν αξιώσεις αμοιβαίας ευθύνης σε περίπτωση που πράγματι προκύψει κάποια μετάδοση λοίμωξης ως αποτέλεσμα της επαφής τους. Αυτό το ρίσκο (συμπεριλαμβανομένων των πιθανών νοσοκομειακών δαπανών, κ.λπ.) πρέπει να το επωμίζεται το κάθε συναλλασσόμενο μέρος ξεχωριστά. Σε αυτήν την περίπτωση, οι αξιώσεις για καταλογισμό αστικής ευθύνης είναι δυνατές μόνο εάν, για παράδειγμα, ο οικοδεσπότης εξαπάτησε σκόπιμα τους επισκέπτες του σχετικά με τα δικά του προληπτικά μέτρα, ή εάν ο επισκέπτης παραβίασε σκόπιμα τους όρους εισόδου του οικοδεσπότη.
Αλλά ακόμη και χωρίς να υπάρχει εξαπάτηση, οι αποφάσεις των ιδιοκτητών και των επισκεπτών δεν είναι ποτέ χωρίς κόστος. Κάθε αποτρεπτικό ή προληπτικό μέτρο συνεπάγεται ένα επιπρόσθετο κόστος, που πρέπει να έχει κάποια προφανή αιτιολόγηση, είτε με την προσδοκία πρόσθετων κερδών ή μειωμένων ζημιών, είτε με αυξημένη αποδοχή ή μειωμένη απόρριψη από τους δυνητικούς επισκέπτες. Και, συγκεκριμένα, κάθε ιδιώτης υπεύθυνος για τη λήψη αποφάσεων πρέπει επίσης να επωμίζεται το κόστος των πιθανών λανθασμένων αποφάσεων στο συγκεκριμένο ζήτημα, δηλαδή, στην περίπτωση που οι προσδοκίες όχι απλά δεν εκπληρώνονται, αλλά και μετατρέπονται στο αντίθετό τους, εάν τα υποτιθέμενα αποτρεπτικά και προληπτικά μέτρα δεν είναι μόνο αναποτελεσματικά, αλλά αποδεικνύονται αντιπαραγωγικά και αυξάνουν περαιτέρω τον κίνδυνο μόλυνσης συνολικά αντί να τον μειώνουν, είτε μιλάμε για οικοδεσπότες είτε για επισκέπτες,.
Αυτά είναι σημαντικά κόστη που αποτελούν ευθύνη ενός ιδιώτη υπεύθυνου, και θα εξακολουθούν να ανήκουν στον ίδιο, εν όψει μιας επιδημίας. Ενδέχεται να διακυβεύονται η οικονομική του ύπαρξη και ο στενός κοινωνικός του περίγυρος. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, θα εξετάσει διεξοδικά τις αποφάσεις του, και μάλιστα πολύ περισσότερο όταν αφορά την ιδιοκτησία που κατέχει και τις φιλικές σχέσεις που διατηρεί. Πρέπει να προετοιμάζεται γρήγορα, συχνά σχεδόν «με βία», για να μαθαίνει από τα λάθη του και να διορθώνει τις προηγούμενες αποφάσεις του, προκειμένου να αποφύγει περαιτέρω οικονομικό ή κοινωνικό κόστος.
Κατά συνέπεια, ό,τι συμβαίνει με όλα τα άλλα προβλήματα ή τα ρίσκα – πραγματικά ή θεωρούμενα – το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση των μολυσματικών ασθενειών και επιδημιών. Ο καλύτερος – ο πιο οικονομικά αποδοτικός και αποτελεσματικός- τρόπος για την ελαχιστοποίηση της ζημιάς που σχετίζεται με μια επιδημία είναι η αποκέντρωση της λήψης των αποφάσεων στο επίπεδο των ιδιωτών ιδιοκτητών ή των ενώσεων ιδιοκτητών. Αυτό συμβαίνει επειδή, όπως προαναφέρθηκε, ο κίνδυνος που προκαλείται από μια επιδημία ποικίλλει σε διαφορετικά μέρη και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, και γίνεται αντιληπτός ως τέτοιος. Και, γενικά, δεν υπάρχει καμία μοναδική, οριστική και αδιαμφισβήτητη επιστημονική απάντηση για την αξιολόγηση του ρίσκου μιας μολυσματικής νόσου. Αντίθετα, αυτή η ερώτηση είναι εμπειρική, και οι απαντήσεις σε τέτοιες ερωτήσεις είναι, κατ ‘αρχήν, μόνο υποθετικές και προσωρινές απαντήσεις, και μπορούν κάλλιστα να διαφέρουν και να αλλάζουν σημαντικά από τον έναν επιστήμονα στον άλλον, και από τους εκπροσώπους του ενός επιστημονικού κλάδου (λ.χ. λοιμωξιολόγοι) σ’ εκείνους ενός άλλου (λ.χ. οικονομολόγοι), καθώς και να αλλάζουν στη διάρκεια του χρόνου.
Παίρνοντας όλα αυτά υπ’ όψη, φαίνεται σχεδόν αυτονόητο ότι οι αποφάσεις σχετικά με τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα πρέπει να λαμβάνονται από υπεύθυνους λήψης αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο, εξοικειωμένους με τις αντίστοιχες τοπικές συνθήκες. Και πρέπει να είναι εξίσου αυτονόητο ότι αυτοί οι τοπικοί υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων πρέπει να είναι ιδιώτες ιδιοκτήτες ή ενώσεις ιδιοκτητών. Μόνο εκείνοι είναι υπεύθυνοι για τις αποφάσεις τους και για την επιλογή των εμπειρογνωμόνων τους, στις συμβουλές των οποίων βασίζονται οι αποφάσεις τους. Και μόνο γι ‘αυτόν τον λόγο έχουν άμεσο κίνητρο να μάθουν από τα δικά τους λάθη ή από τα λάθη των άλλων, και να αναπαραγάγουν ή να μιμηθούν την επιτυχία, είτε είναι δική τους είτε εκείνη των άλλων, προκειμένου να προσεγγίσουν μια λύση στο πρόβλημα βήμα προς βήμα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτό το περιβάλλον των ιδιωτών υπευθύνων λήψης αποφάσεων που ανταγωνίζονται για την επίλυση του προβλήματος, υπάρχει πάντοτε ένας σημαντικός αριθμός ατόμων ή συνόλων από άτομα, πολύ μεγαλύτερος σε κάθε περίπτωση από ό,τι ο αριθμός των πολιτικών συμμοριών που συναθροίζονται σε κοινοβούλια και κυβερνητικά σχήματα, και που είναι ανώτεροι από τους πολιτικούς σε κάθε πιθανή σχετική πτυχή του θέματος: σε όρους πείρας, νοημοσύνης, επιχειρηματικής επιτυχίας, ή επαγγελματικών και επιστημονικών διαπιστευτηρίων, απόδοσης, και κρίσης.
Το να περιμένουμε ότι μια γρήγορη και ανώδυνη λύση στο πρόβλημα των μολυσματικών ασθενειών θα επιτευχθεί από ανθρώπους όπως οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι αυλικοί τους – δηλαδή, από άτομα που λαμβάνουν αποφάσεις για τη χρήση της περιουσίας και την ελεύθερη κυκλοφορία ενός τεράστιου αριθμού ατόμων που τους είναι εντελώς άγνωστοι, χωρίς να γνωρίζουν τις τοπικές συνθήκες, από άτομα που δεν αναλαμβάνουν ή δεν υπόκεινται σε καμία ευθύνη ή λογοδοσία έναντι των άλλων για τις αποφάσεις τους, και πρόσωπα που, επιπλέον, δεν είναι ούτε ιδιαίτερα λαμπρά μυαλά – σημαίνει ότι πρέπει κυριολεκτικά να αρχίσουμε να πιστεύουμε στα θαύματα.
TJ : Μπορείτε να δώσετε ένα παράδειγμα του τι θα ήταν διαφορετικό σε μια κοινωνία ιδιωτικού δικαίου σε σύγκριση με την τρέχουσα πολιτική διαχείριση του κορωνοϊού; Και πως;
Hoppe : Εν συντομία: o κορωνοϊός δεν θα είχε προκύψει ως πανδημία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ιός δεν υπάρχει, ή ότι δεν είναι μεταδοτικός ή επικίνδυνος. Σημαίνει ότι οι κίνδυνοι που προκύπτουν αν κάποιος μολυνθεί από τον κορωνοϊό είναι τόσο χαμηλοί, που δεν θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτοί ως τέτοιοι από τους περισσότερους ανθρώπους (ειδικά τους νοήμονες). Και ως εκ τούτου, δεν θα είχε προκαλέσει σημαντικές αλλαγές στη συμπεριφορά τους. Και όπου καταγραφόταν μια αισθητή αύξηση λοιμώξεων ή θανάτων (π.χ. σε οίκους ευγηρίας, νοσοκομεία κ.λπ.), αυτή η αύξηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα συστηματικά φυσιολογικό, εποχιακά ή τοπικά κυμαινόμενο φαινόμενο, όπως για παράδειγμα ένα σοβαρό ξέσπασμα γρίπης, στην οποία κάποιος αντιδρά με τα συνήθη προληπτικά μέτρα. Με άλλα λόγια, όλα τα γεγονότα και οι εξελίξεις που σχετίζονται με την υγεία θα ήταν εντός του φυσιολογικού εύρους. Δεν υπήρξε, ούτε υπάρχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με νοσοκομεία ή μονάδες εντατικής περίθαλψης γεμάτα παντού και με σοβαρά άρρωστους ασθενείς ή νεκρούς, όσο μπορούμε να δούμε, στον άμεσο κύκλο γνωριμιών όλων μας ή ακόμα και στο δρόμο, που θα δικαιολογούσε μια θεμελιώδη αλλαγή στον τρόπο ζωής μας. Συνολικά, η ζωή θα είχε συνεχιστεί όπως πριν. Δεν υπάρχει λόγος για να πανικοβάλλεται κανείς, ή για να κηρύξουμε μια παγκόσμια κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την υγεία.
Στην πραγματικότητα, ο συνολικός αριθμός των θανάτων το 2020, για παράδειγμα, στη Γερμανία, την Αυστρία ή την Ελβετία, δεν αυξήθηκε δραματικά, όπως θα ανέμενε κανείς βλέποντας τα πρωτοφανή πολιτικά διατάγματα έκτακτης ανάγκης φέτος. Αντίθετα, ο αριθμός είναι αρκετά εντός του εύρους των τελευταίων ετών. Πράγματι, σταθμίζοντας την αύξηση του πληθυσμού και την αυξανόμενη γήρανσή του, υπήρξαν και χρονιές με περισσότερους θανάτους, αλλά οι άνθρωποι δεν είχαν καταφύγει στο παρελθόν σε τέτοιες δραστικές και αυστηρές «επιχειρήσεις διάσωσης» όπως συμβαίνει σήμερα. Ακόμη κι εκεί όπου υπάρχει πλεονάζουσα θνησιμότητα, δεν είναι καθόλου σαφές εάν αυτή οφείλεται στον κορωνοϊό, ή εάν υπάρχουν εντελώς διαφορετικές αιτίες, όπως είναι οι συνέπειες του εγκλεισμού. Έτσι, δεν είναι ο κορωνοϊός που άλλαξε τον κόσμο, αλλά οι πολιτικοί που τον χρησιμοποίησαν ως πρόφαση για να μετασχηματίσουν τον κόσμο προς όφελός τους.
Η ριζοσπαστική – και οικονομικά καταστροφική – απομάκρυνση από την κανονική πορεία των πραγμάτων που συμβαίνει αυτή τη στιγμή, δεν οφείλεται σε κάποια θεμελιώδη αλλαγή στον τομέα των δεδομένων ή της επιστήμης. Ούτε τα δεδομένα, ούτε η επιστήμη παρέχουν τη βάση για να δικαιολογηθεί μια παγκόσμια «νέα κανονικότητα» ή μια «Μεγάλη Επανεκκίνηση». Είναι το αποτέλεσμα των εσκεμμένων μεθοδεύσεων εκ μέρους των πολιτικών ελίτ για να επεκτείνουν τη δική τους βάση εξουσίας μέσω ψεμάτων και εξαπάτησης, παραπληροφόρησης, παραπλάνησης και ατέρμονης προπαγάνδας, σε μια, μέχρι σήμερα, αδιανόητη και άνευ προηγούμενου κλίμακα.
Αυτές οι δόλιες μεθοδεύσεις περιελάμβαναν τη συστηματική προσαύξηση του αριθμού των θεωρούμενων θανάτων από κορωνοϊό, προσμετρώντας κάθε αποβιώσαντα στον οποίο ο ιός μπορούσε να ανιχνευθεί κατά τη στιγμή του θανάτου, ανεξάρτητα από το αν είχε αιτιώδη σχέση με το θάνατο. Ακόμα και ένα άτομο με κορωνοϊό που πέθανε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα καταγραφόταν σαν θάνατος από κορωνοϊό. Νοσοκομεία, αλλά ακόμη και ολόκληρες περιοχές, έχει αναφερθεί ότι έλαβαν οικονομικές επιδοτήσεις για αναφερόμενους θανάτους από κορωνοϊό, ενώ αφέθηκαν χωρίς χρηματοδότηση για τους φυσιολογικούς θανάτους, γεγονός που φυσικά οδήγησε στους αντίστοιχους επανασχεδιασμούς. Επιπλέον, ελήφθη σκόπιμη δράση για να αποφευχθεί η συσχέτιση αυτού του σκανδαλωδώς διογκωμένου αριθμού θανάτων από κορωνοϊό με τον μακράν μεγαλύτερο αριθμό του συνόλου των θανάτων (ενν. από όλες τις αιτίες). Επειδή αυτό, μια αναλογική προοπτική δηλαδή, θα έθετε τον κίνδυνο του θανάτου από κορωνοϊό στις σωστές του διαστάσεις, και δεν θα φαινόταν τόσο σοβαρός. Επομένως, οι «κυρίαρχες δυνάμεις» προσκολλήθηκαν άκαμπτα και πεισματικά στους απόλυτους αριθμούς, γιατί αυτοί φαίνονται πιο τρομακτικοί. Ομοίως, απέφυγαν σκόπιμα οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με τις θανατηφόρους παράπλευρες απώλειες του εγκλεισμού: τον αριθμό των ανθρώπων που πέθαναν επειδή τα νοσοκομεία ήταν προσωρινά διαθέσιμα μόνο για ασθενείς με κορωνοϊό, τον αριθμό των αυτοκτονιών των οικονομικά κατεστραμμένων, ή τον αριθμό των ηλικιωμένων που πέθαναν λόγω της εξαναγκαστικής απομόνωσης.
Αλλά ο πιο παράτολμος, και με τις πιο σοβαρές συνέπειες, ελιγμός εξαπάτησης ήταν να αλλάξει ριζικά ο ορισμός του «κινδύνου», να τον επαναπροσδιορίσουν, και έτσι να τον κάνουν να φαίνεται μεγαλύτερος ή μεγεθυμένος. Συνήθως και κατά παράδοση, η νόσηση και ο κίνδυνος νόσησης καθορίζονται από την ύπαρξη ορισμένων συμπτωμάτων. Εάν ένα άτομο δεν εμφανίζει συμπτώματα ασθένειας, τότε από την πλευρά του δεν υπάρχει κίνδυνος. Αντ’ αυτού, οι υπεύθυνοι για τη χάραξης της πολιτικής επέβαλλαν και βάσισαν τη λήψη των αποφάσεών τους σε έναν ορισμό του κινδύνου που μετρά τον κίνδυνο όχι στη βάση της ύπαρξης συμπτωμάτων, αλλά στο αποτέλεσμα ενός τεστ για τον κορωνοϊό. Στη συνέχεια, ο κίνδυνος υπολογίζεται από τον απόλυτο αριθμό των θετικών ατόμων στον κορωνοϊό, και όσο περισσότερα τέτοια άτομα εντοπίζονται, τόσο περισσότεροι ελέγχονται με τεστ, και αυτός ο αριθμός στη συνέχεια, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, μας ανακοινώνεται αδιάκοπα με δραματικές τυμπανοκρουσίες.
Το ίδιο το τεστ είναι αναξιόπιστο, με συχνά ψευδώς θετικά ή ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα. Αλλά το πιο σημαντικό, το αποτέλεσμα του τεστ δεν έχει ουσιαστικά καμία προγνωστική αξία σε σχέση με μια νόσο αναγνωρίσιμη από τα συμπτώματά της, ή με μια συγκεκριμένη εξέλιξη της νόσου. Η συντριπτική πλειονότητα, περίπου το 80%, των ατόμων που εξετάζονται ως θετικά για κορωνοϊό είναι ασυμπτωματικά και, σύμφωνα με την τρέχουσα επιστημονική γνώση, ο κίνδυνος μόλυνσης από αυτούς πλησιάζει, εάν δεν αγγίζει απολύτως, το μηδέν. Χωρίς τα τεστ, δεν θα γνώριζαν τίποτα για τον κίνδυνο και δεν θα τον βίωναν ποτέ (και θα γλίτωναν από όλο το στρες που συντείνει στην νόσηση, και που σχετίζεται με τα τρέχοντα μαζικά τεστ). Στο περίπου 15% των περιπτώσεων αναπτύσσεται μια πιο σοβαρή νόσηση, που μπορεί να τους οδηγήσει και στο κρεβάτι. Και μόνο στο 5% περίπου όλων των περιπτώσεων, συνήθως σε συνδυασμό με κάποια σοβαρή αναπνευστική δυσχέρεια, απαιτείται εντατική ιατρική περίθαλψη. Συνολικά, αν κάποιος πιστέψει τα στοιχεία που παρέχονται από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών (CDC), τα οποία χρηματοδοτούνται από το κράτος, και των οποίων όλος ο λόγος της ύπαρξής τους βασίζεται στην ύπαρξη μολυσματικών ασθενειών και παθογόνων παραγόντων, και ως εκ τούτου δύσκολα μπορούν να καταχωρηθούν στο στρατόπεδο των «αρνητών του ιού» ή των σκεπτικιστών, προκύπτει η ακόλουθη, λιγότερο τρομακτική εικόνα: η πιθανότητα επιβίωσης από μια λοίμωξη κορωνοϊού ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία αλλά είναι σταθερά, για όλες τις ηλικιακές ομάδες, εξαιρετικά υψηλή. Για την ηλικιακή ομάδα 0-19, η πιθανότητα είναι 99,997 %. Για την ομάδα 20–49 είναι 99,98 %. Για την ομάδα 50-69 είναι 99,5 %. Και ακόμη και για την ομάδα 70+ είναι 94,6 %.
Αυτό με επαναφέρει στην αρχή της απάντησής μου. Ποιος, ποιοι ιδιοκτήτες ή ενώσεις ιδιοκτητών, σε μια κοινωνία ιδιωτικού δικαίου θα έβλεπαν έναν λόγο να αλλάξουν ριζικά τη φυσιολογική και συνήθη συμπεριφορά τους ενόψει αυτής της επικίνδυνης κατάστασης; Ποιος θα έκλεινε την επιχείρησή του εξαιτίας της; Ποιος θα σταματούσε να εργάζεται και να παράγει, ή να ταξιδεύει; Ποιος θα επέβαλε στον εαυτό του μια πλήρη απαγόρευση επαφών ή μια πλήρη απαγόρευση πρόσβασης στην ιδιοκτησία του; Νομίζω ότι η απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις είναι προφανής. Με βάση την πραγματική, απτή εμπειρία, και όχι με βάση ένα τεχνητό τεστ και ένα αποτέλεσμα τεστ που σχετίζεται πολύ ελαφρώς και πολύ αόριστα με ένα πραγματικό βίωμα ασθένειας, σίγουρα θα είχαμε λάβει μία ή δύο πρόσθετες προφυλάξεις, όπως κάναμε και στο παρελθόν αντιμετωπίζοντας μια σοβαρή επιδημία γρίπης. Σίγουρα, θα ήμασταν πιο προσεκτικοί ειδικά όταν θα είχαμε να κάνουμε με ηλικιωμένα άτομα, τα οποία εκτίθενται σε έναν εμφανώς μεγαλύτερο κίνδυνο να ασθενήσουν. Πιθανώς ένας, δύο διευθυντές νοσοκομείων θα είχαν αυξήσει τον αριθμό των διαθέσιμων κλινών. Και ίσως η παρατήρηση κάποιων διαφορετικών ή νέων συμπτωμάτων της νόσου θα οδηγούσε έναν ή δύο λοιμωξιολόγους να αναζητήσουν έναν ιό που να σχετίζεται με κάποιον τρόπο με αυτά τα συγκεκριμένα συμπτώματα. Ίσως να είχαμε οδηγηθεί ακόμη και στην δημιουργία ενός κλινικού τεστ. Ίσως ακόμη και στην αναζήτηση ενός αντίστοιχου εμβολίου, αν και αυτό πρέπει να θεωρηθεί μάλλον απίθανο λόγω του υψηλού κόστους και της αναμενόμενης χαμηλής ζήτησης για εμβολιασμό, σε σχέση με μια συνολικά χαμηλή αξιολόγηση του κινδύνου.
Το γεγονός ότι η τρέχουσα πορεία των γεγονότων ήταν και εξακολουθεί να είναι στην πραγματικότητα εντελώς διαφορετική, δεν έχει αντικειμενική αιτιολόγηση, αλλά οφείλεται αποκλειστικά στην ύπαρξη μιας συγκεκριμένης τάξης προσώπων, της πολιτικής τάξης ή της πολιτικής ελίτ, που δεν χρειάζεται να αναλάβουν καμία ευθύνη για το κόστος και τις συνέπειες των δικών τους ενεργειών και που μπορούν, συνεπώς, να αυξήσουν την κοινωνική τους «προσφορά» σε σημείο μεγαλομανίας.
Από αμνημονεύτων χρόνων, η μεγαλομανία των πολιτικών, που γεννήθηκε από την απουσία πραγματικής λογοδοσίας, εκδηλώνεται με το γεγονός ότι, με βάση διάφορα κρίσιμα δεδομένα που παρέχουν οι επίσημες στατιστικές τους αρχές, οι πολιτικοί επινοούν μια «επιστημονικά τεκμηριωμένη» αιτιολογία για τις ολοένα και περισσότερο εκτεταμένες κρατικές τους παρεμβάσεις στις φυσιολογικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Μέχρι τώρα, ωστόσο, αυτά τα δεδομένα λαμβάνονταν ουσιαστικά από τον τομέα των οικονομικών στατιστικών, όπως τα στοιχεία για το εισόδημα και τον πλούτο και την αντίστοιχη κατανομή τους, για την οικονομική ανάπτυξη, τις εισαγωγές, τις εξαγωγές, την προσφορά χρήματος, το ισοζύγιο συναλλαγών και πληρωμών, τον πληθωρισμό, τις τιμές, τους μισθούς, την παραγωγή, τα επίπεδα απασχόλησης κ.λπ. Κάθε ένα από αυτά τα δεδομένα προσέφερε στους πολιτικούς έναν εν δυνάμει λόγο να επέμβουν. Είτε οι αριθμοί ήταν πολύ υψηλοί ή πολύ χαμηλοί, είτε έπρεπε να σταθεροποιηθούν με τα κατάλληλα μέτρα. Πάντοτε, ωστόσο, υπήρχε κάτι που έπρεπε να διορθωθεί. Δεν υπάρχει λόγος εδώ να εξηγήσουμε περαιτέρω την έκταση των συνεπειών της αναδιανομής και της απώλειας ευημερίας που έχουν προέλθει από αυτόν τον οικονομικό παρεμβατισμό.
Με την κρίση του κορωνοϊού, ωστόσο, η πολιτική έχει προχωρήσει σε εντελώς νέα εδάφη από αυτή την άποψη. Οι πολιτικοί ανακάλυψαν ότι τα στατιστικά στοιχεία για την υγεία τους προσφέρουν μια ακόμη μεγαλύτερη πύλη εισόδου για τον κυβερνητικό τους δεσποτισμό και την λαχτάρα τους για απόκτηση κύρους, από ό,τι όλοι οι δείκτες των στατιστικών της οικονομίας. Με βάση ένα τεστ ανίχνευσης ενός ιού, το οποίο έχει επιλεγεί ως ο επίσημος δείκτης ενός θεωρούμενου ως σοβαρού, ή ακόμη και θανατηφόρου, κινδύνου μόλυνσης, η πολιτική πέτυχε να παύσει σχεδόν ολόκληρη την κοινωνική ζωή, ωθώντας εκατομμύρια ανθρώπους σε οικονομική ή κοινωνική δυσπραγία ή απόγνωση, βοηθώντας παράλληλα το σύμπλεγμα των φαρμακευτικών και βιομηχανικών εταιρειών, δηλαδή, για παράδειγμα, τους κατασκευαστές μασκών, ιατρικών τεστ και εμβολίων, να συσσωρεύσουν τεράστιο πλούτο, και επιπλέον να αναδυθούν μέσα από όλη αυτή την ιστορία, τουλάχιστον προς το παρόν, σαν ήρωες.
Μια τρομακτική κι εντελώς αποκαρδιωτική συνειδητοποίηση.