Εδώ και πολλά χρόνια είναι γνωστό ότη η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για τη βέλτιστη χρησιμοποίηση του ασβεστίου από τον οργανισμό, καθώς προάγει την απορρόφησή του από το έντερο και την εναπόθεσή του στα οστά. Έλλειψη της βιταμίνης D οδηγεί σε διαταραχές των οστών, όπως είναι η ραχίτιδα στα παιδιά και η οστεοπόρωση στους ενήλικες.
Σήμερα έχουν ανακύψει νέα δεδομένα που υποστηρίζουν ότι η βιταμίνη D έχει πολλούς ρόλους. Είναι σημαντική όχι μόνο για τη διατήρηση της υγείας των οστών, αλλά και για τη λειτουργία των μυών και την ισορροπία – η ανεπάρκεια μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Πέρα από την προαγωγή της οστικής υγείας, τα επαρκή επίπεδα βιταμίνης D μειώνουν τον κίνδυνο για κατάγματα που προκαλούνται από πτώση κατά 20-30%, πρόβλημα σημαντικό για τους πιο ηλικιωμένους.
Άλλα πεδία, όπου η βιταμίνη D μπορεί να έχει ευεργετικό ρόλο, είναι η γνωσιακή ύφεση στους ηλικιωμένους, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο διαβήτης και ορισμένες μορφές καρκίνου (μαστού, παχέος εντέρου και προστάτη). Εντούτοις, χρειάζεται περισσότερη ΈΡΕΥΝΑ για να επιβεβαιωθούν αυτές οι συσχετίσεις.
Η βιταμίνης D ως θρεπτικό συστατικό είναι μοναδική διότι μπορούμε να την προμηθευτούμε τόσο από τις τροφές που την περιέχουν όσο και από τη δράση της ηλιακής ακτινοβολίας στο γυμνό δέρμα. Ο όρος «βιταμίνη D» αναφέρεται ουσιαστικά σε δύο μόρια, τη βιταμίνη D2 και τη βιταμίνη D3 οι οποίες διαφέρουν ελαφρώς στη χημική τους δομή. Η βιταμίνη D2 γνωστή και ως εργοκαλσιφερόλη, παράγεται από τους ζυμομύκητες και είναι αυτή που κυρίως προστίθεται στα τρόφιμα. Αντιθέτως, η βιταμίνη D3, λέγεται και χολοκαλσιφερόλη, είναι η μορφή που παράγεται στο δέρμα με την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία και προσλαμβάνεται από τη διατροφή μέσω των ζωικών προϊόντων. Και οι δύο μορφές χρησιμοποιούνται στον εμπλουτισμό των τροφίμων και ως διατροφικά συμπληρώματα, όμως υπάρχουν στοιχεία υπέρ της βιταμίνης D3 ως πιο δραστικής και σταθερής μορφής της βιταμίνης D, για αυτό και θα έπρεπε να αποτελεί τη μορφή επιλογής για τον εμπλουτισμό των τροφών. Η D3 έχει μόνο ζωική προέλευση. Στα φυτά υπάρχει η D2.
Ο ήλιος και η σωστή γωνία
Η βιταμίνη D παράγεται από την χοληστερόλη (χοληστερίνη), όταν η ηλιακή ακτινοβολία πέσει πάνω στο δέρμα. Πιο συγκεκριμένα, η υπεριώδης ακτινοβολία Β (UVB, 280-315 nm) προκαλεί το σχηματισμό της βιταμίνης D από την πρόδρομή της ένωση 7-δεϋδροχοληστερόλη. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization, ΠΟΕ) συστήνει την έκθεση του προσώπου και των χεριών στον ήλιο, αποφεύγοντας το έγκαυμα, για περίπου 30 λεπτά την ημέρα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επαρκής παραγωγή της βιταμίνης D. Οποιαδήποτε πλεονάζουσα παραγωγή της βιταμίνης κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού αποθηκεύεται στο λιπώδη ιστό για μετέπειτα χρήση. Δεν είναι, όμως, δυνατό να λάβει ο οργανισμός μεγάλη ποσότητα βιταμίνης D από την έκθεση στον ήλιο, διότι υπάρχει ένας μηχανισμός αυτορρύθμισης, που οδηγεί με την επίδραση της θερμότητας σε διάσπαση της βιταμίνης D σε μη δραστικά ανάλογά της.
Οι αποθήκες της βιταμίνης D συνήθως δεν διαρκούν κατά τη χειμερινή εποχή, ενώ η ένταση της ηλιακής ακτινοβολίας δεν είναι αρκετή σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη της Ευρώπης το χειμώνα, ώστε να παράγει ικανοποιητικές ποσότητες βιταμίνης. Σύμφωνα με τον ΠΟΕ, τα άτομα που είναι κλεισμένα στο σπίτι ή καλύπτουν με το ντύσιμο το δέρμα τους είναι σε ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο έλλειψης της βιταμίνης D, καθώς και τα άτομα με σκούρο δέρμα, εφόσον ο χρωματισμός του δέρματος εμποδίζει τη UVB ακτινοβολία να φτάσει τα κύτταρα του δέρματος που παράγουν τη βιταμίνη D. Ομοίως, η συχνή και σχολαστική χρήση αντηλιακών, η οποία συστήνεται για την προστασία από τον καρκίνο του δέρματος, μπλοκάρει τη σύνθεση της βιταμίνης. Συνεπώς, η διαιτητική βιταμίνη D επιτελεί μια σημαντική λειτουργία. Να σημειωθεί επίσης ότι για να παραχθεί η D3 από το σώμα πρέπει η UVB ακτινοβολία να μην εμποδίζεται άρα οι ακτίνες του ήλιου να πέφτουν σχετικά κάθετα στο σώμα και όχι πολύ πλάγια.
Ποιές τροφές περιέχουν βιταμίνη D
Ο ΠΟΕ συστήνει την πρόσληψη 5 μg βιταμίνης D καθημερινά [200 Διεθνείς Μονάδες (IU)] για τα παιδιά και τους ενήλικες μέχρι 50 ετών (συμπεριλαμβάνονται οι έγκυες και οι θηλάζουσες), 10 μg (400 IU) για τα άτομα 51-65 ετών και 15 μg (600 IU) για τα άτομα μεγαλύτερα από 65 ετών.
Στην Ευρώπη οι εθνικές συστάσεις για την πρόσληψη της βιταμίνης D διαφέρουν από χώρα σε χώρα, αλλά τείνουν να είναι υψηλότερες συν τω χρόνω. Συγκριτικά, το Ινστιτούτο Ιατρικής των ΗΠΑ (Institute of Medicine, IOM) συστήνει την πρόσληψη 15 μg βιταμίνης D την ημέρα για τα άτομα ηλικίας 1-70 ετών, και 20 μg για τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Αυτές οι πρόσφατα δημοσιευμένες συστάσεις του IOM αντανακλούν μια σημαντική αύξηση σε σχέση με την προηγούμενη έκδοσή τους: τρεις φορές αύξηση της συνιστώμενης πρόσληψης βιταμίνης D στα παιδιά και μιάμιση με τρεις φορές αύξηση για τους ενήλικες μέχρι την ηλικία των 70 ετών, λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική πρόοδο της έρευνας στο πεδίο της βιταμίνης D.
Οι κυριότερες τροφές που περιέχουν τη βιταμίνη D είναι το συκώτι του ψαριού και τα έλαια που παρασεκυάζοναι από αυτό, τα λιπαρά ψάρια και ο κρόκος του αυγού. Επίσης τα εμπλουτισμένα τρόφιμα, όπως τα δημητριακά, το γάλα, το βούτυρο και η μαργαρίνη (αποφύγετε όμως τις μαργαρίνες που περιέχουν τρανς λιπαρά).
Κύριες τροφές που περιέχουν βιταμίνη D
Τροφές Βιταμίνη D (μg ανά 100 γρ.)
Μουρουνέλαιο 210,0
Σκουμπρί, ωμό 8,2
Σολομός, ωμός 7,1
Σολομός, ψητός 5,9
Κρόκος αυγού 4,9
Η αποθήκευση, η επεξεργασία και το μαγείρεμα δεν φαίνονται να επηρεάζουν τη βιταμίνη. Να επισημανθεί ότι η βιταμίνη D3 δεν περιέχεται σε επαρκείς ποσότητες στις τροφές, οπότε δεν είναι δυνατό να λαμβάνει την ποσότητα που χρειάζεται ο οργανισμός με μια τυχαία διατροφή. Στο ανθρώπινο σώμα, η βιταμίνη D παράγεται ως D3. Αυτό συμβαίνει σε όλα τα ζώα. Στα φυτά παράγεται ως D2.
Το ανώτατο ασφαλές όριο για την πρόσληψη της βιταμίνης D, το οποίο έχει τεθεί από την Ευρωπαϊκή Επιστημονική Επιτροπή των Τροφίμων είναι τα 25 μg την ημέρα για τα βρέφη και τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 10 ετών, και τα 50 μg την ημέρα για τον υπόλοιπο πληθυσμό. Συγκριτικά, το ΙΟΜ έχει ορίσει ως ανώτατο ασφαλές όριο για τη βιταμίνη D τα 25 μg την ημέρα για τα βρέφη 0-6 μηνών, τα 37,5 μg για τα βρέφη 6-12 μηνών, τα 62,5 μg για τα παιδιά 1-3 ετών, τα 75 μg για τα παιδιά 4-8 ετών και τα 100 μg για τα άτομα άνω των 9 ετών.7
Εμπλουτισμένες τροφές
Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι δεν εξασφαλίζουν τη συνιστώμενη ποσότητα για τη βιταμίνη D από τη διατροφή. Για όσους δυσκολεύονται να φτάσουν τα συνιστώμενα επίπεδα μέσω της ηλιακής έκθεσης και της διατροφής, τα συμπληρώματα βιταμίνης D και τα εμπλουτισμένα τρόφιμα μπορεί να είναι μια εναλλακτική λύση. Η πρόσφατη ΈΡΕΥΝΑ έχει δείξει, για παράδειγμα, ότι ο εμπλουτισμένος χυμός πορτοκαλιού μπορεί να είναι μία οικονομική επιλογή για την ενίσχυση της πρόσληψης της βιταμίνης D.
Προγράμματα εμπλουτισμού τροφών με βιταμίνη D, τα οποία στοχεύουν σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία σε αρκετές χώρες (όπως ο εμπλουτισμός του γάλακτος στον Καναδά). Αυτό έχει φανεί με ανάλυση των επιπέδων της βιταμίνης D στους πληθυσμούς των χωρών αυτών.
Ο εμπλουτισμός των τροφών (ο υποχρεωτικός όπως και ο εθελοντικός) θα πρέπει να αξιολογείται ως προς την επίδρασή του στη συνολική διατροφική πρόσληψη. Τα υποχρεωτικά προγράμματα εμπλουτισμού με βιταμίνη D έχουν διακριτά πλεονεκτήματα σε σχέση με τα εθελοντικά προγράμματα, καθώς στα τελευταία μπορεί να υπάρχει μεγάλη διακύμανση στον εμπλουτισμό του συστατικού, ακόμα και εντός της ίδιας μάρκας και κατηγορίας τροφίμου (π.χ. δημητριακά πρωινού). Για αυτό οι συμβουλές σε επίπεδο δημόσιας υγείας για την εξασφάλιση επαρκούς ποσότητας βιταμίνης D συστήνουν συμπληρώματα με καλά προσδιορισμένες ημερήσιες δόσεις – ειδικά για τις ομάδες κινδύνου, όπως οι ηλικιωμένοι και οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες- συμπληρωματικά, βεβαίως, της βασικής πρόσληψης της βιταμίνης από τα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων και των εμπλουτισμένων.
Όποια κι αν είναι η προσέγγιση, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η συνολική ημερήσια πρόσληψη της βιταμίνης D, τόσο από τη διατροφή όσο και από τον ήλιο, δεν θα πρέπει να ξεπερνά το ανώτατο ασφαλές όριο των 25 μg και 50 μg (1000 και 2000 IU) ημερησίως, ανάλογα με την ηλικία, που έχει τεθεί από την Ευρωπαϊκή Επιστημονική Επιτροπή των Τροφίμων. Τα άτομα με υψηλότερη έκθεση στον ήλιο, η οποία οδηγεί στην παραγωγή της βιταμίνης, ίσως χρειαστεί να προσέχουν ώστε να μην ξεπερνούν τα ασφαλή όρια από τις τροφές.
Τα κλινικά συμπτώματα της υπερβολικής πρόσληψης βιταμίνης D (υπερβιταμίνωση) περιλαμβάνουν ανορεξία, απώλεια βάρους, αδυναμία, κόπωση, αποπροσανατολισμό, έμετο και δυσκοιλιότητα.
Σήμερα έχουν ανακύψει νέα δεδομένα που υποστηρίζουν ότι η βιταμίνη D έχει πολλούς ρόλους. Είναι σημαντική όχι μόνο για τη διατήρηση της υγείας των οστών, αλλά και για τη λειτουργία των μυών και την ισορροπία – η ανεπάρκεια μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Πέρα από την προαγωγή της οστικής υγείας, τα επαρκή επίπεδα βιταμίνης D μειώνουν τον κίνδυνο για κατάγματα που προκαλούνται από πτώση κατά 20-30%, πρόβλημα σημαντικό για τους πιο ηλικιωμένους.
Άλλα πεδία, όπου η βιταμίνη D μπορεί να έχει ευεργετικό ρόλο, είναι η γνωσιακή ύφεση στους ηλικιωμένους, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο διαβήτης και ορισμένες μορφές καρκίνου (μαστού, παχέος εντέρου και προστάτη). Εντούτοις, χρειάζεται περισσότερη ΈΡΕΥΝΑ για να επιβεβαιωθούν αυτές οι συσχετίσεις.
Η βιταμίνης D ως θρεπτικό συστατικό είναι μοναδική διότι μπορούμε να την προμηθευτούμε τόσο από τις τροφές που την περιέχουν όσο και από τη δράση της ηλιακής ακτινοβολίας στο γυμνό δέρμα. Ο όρος «βιταμίνη D» αναφέρεται ουσιαστικά σε δύο μόρια, τη βιταμίνη D2 και τη βιταμίνη D3 οι οποίες διαφέρουν ελαφρώς στη χημική τους δομή. Η βιταμίνη D2 γνωστή και ως εργοκαλσιφερόλη, παράγεται από τους ζυμομύκητες και είναι αυτή που κυρίως προστίθεται στα τρόφιμα. Αντιθέτως, η βιταμίνη D3, λέγεται και χολοκαλσιφερόλη, είναι η μορφή που παράγεται στο δέρμα με την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία και προσλαμβάνεται από τη διατροφή μέσω των ζωικών προϊόντων. Και οι δύο μορφές χρησιμοποιούνται στον εμπλουτισμό των τροφίμων και ως διατροφικά συμπληρώματα, όμως υπάρχουν στοιχεία υπέρ της βιταμίνης D3 ως πιο δραστικής και σταθερής μορφής της βιταμίνης D, για αυτό και θα έπρεπε να αποτελεί τη μορφή επιλογής για τον εμπλουτισμό των τροφών. Η D3 έχει μόνο ζωική προέλευση. Στα φυτά υπάρχει η D2.
Ο ήλιος και η σωστή γωνία
Η βιταμίνη D παράγεται από την χοληστερόλη (χοληστερίνη), όταν η ηλιακή ακτινοβολία πέσει πάνω στο δέρμα. Πιο συγκεκριμένα, η υπεριώδης ακτινοβολία Β (UVB, 280-315 nm) προκαλεί το σχηματισμό της βιταμίνης D από την πρόδρομή της ένωση 7-δεϋδροχοληστερόλη. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization, ΠΟΕ) συστήνει την έκθεση του προσώπου και των χεριών στον ήλιο, αποφεύγοντας το έγκαυμα, για περίπου 30 λεπτά την ημέρα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επαρκής παραγωγή της βιταμίνης D. Οποιαδήποτε πλεονάζουσα παραγωγή της βιταμίνης κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού αποθηκεύεται στο λιπώδη ιστό για μετέπειτα χρήση. Δεν είναι, όμως, δυνατό να λάβει ο οργανισμός μεγάλη ποσότητα βιταμίνης D από την έκθεση στον ήλιο, διότι υπάρχει ένας μηχανισμός αυτορρύθμισης, που οδηγεί με την επίδραση της θερμότητας σε διάσπαση της βιταμίνης D σε μη δραστικά ανάλογά της.
Οι αποθήκες της βιταμίνης D συνήθως δεν διαρκούν κατά τη χειμερινή εποχή, ενώ η ένταση της ηλιακής ακτινοβολίας δεν είναι αρκετή σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη της Ευρώπης το χειμώνα, ώστε να παράγει ικανοποιητικές ποσότητες βιταμίνης. Σύμφωνα με τον ΠΟΕ, τα άτομα που είναι κλεισμένα στο σπίτι ή καλύπτουν με το ντύσιμο το δέρμα τους είναι σε ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο έλλειψης της βιταμίνης D, καθώς και τα άτομα με σκούρο δέρμα, εφόσον ο χρωματισμός του δέρματος εμποδίζει τη UVB ακτινοβολία να φτάσει τα κύτταρα του δέρματος που παράγουν τη βιταμίνη D. Ομοίως, η συχνή και σχολαστική χρήση αντηλιακών, η οποία συστήνεται για την προστασία από τον καρκίνο του δέρματος, μπλοκάρει τη σύνθεση της βιταμίνης. Συνεπώς, η διαιτητική βιταμίνη D επιτελεί μια σημαντική λειτουργία. Να σημειωθεί επίσης ότι για να παραχθεί η D3 από το σώμα πρέπει η UVB ακτινοβολία να μην εμποδίζεται άρα οι ακτίνες του ήλιου να πέφτουν σχετικά κάθετα στο σώμα και όχι πολύ πλάγια.
Ποιές τροφές περιέχουν βιταμίνη D
Ο ΠΟΕ συστήνει την πρόσληψη 5 μg βιταμίνης D καθημερινά [200 Διεθνείς Μονάδες (IU)] για τα παιδιά και τους ενήλικες μέχρι 50 ετών (συμπεριλαμβάνονται οι έγκυες και οι θηλάζουσες), 10 μg (400 IU) για τα άτομα 51-65 ετών και 15 μg (600 IU) για τα άτομα μεγαλύτερα από 65 ετών.
Στην Ευρώπη οι εθνικές συστάσεις για την πρόσληψη της βιταμίνης D διαφέρουν από χώρα σε χώρα, αλλά τείνουν να είναι υψηλότερες συν τω χρόνω. Συγκριτικά, το Ινστιτούτο Ιατρικής των ΗΠΑ (Institute of Medicine, IOM) συστήνει την πρόσληψη 15 μg βιταμίνης D την ημέρα για τα άτομα ηλικίας 1-70 ετών, και 20 μg για τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Αυτές οι πρόσφατα δημοσιευμένες συστάσεις του IOM αντανακλούν μια σημαντική αύξηση σε σχέση με την προηγούμενη έκδοσή τους: τρεις φορές αύξηση της συνιστώμενης πρόσληψης βιταμίνης D στα παιδιά και μιάμιση με τρεις φορές αύξηση για τους ενήλικες μέχρι την ηλικία των 70 ετών, λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική πρόοδο της έρευνας στο πεδίο της βιταμίνης D.
Οι κυριότερες τροφές που περιέχουν τη βιταμίνη D είναι το συκώτι του ψαριού και τα έλαια που παρασεκυάζοναι από αυτό, τα λιπαρά ψάρια και ο κρόκος του αυγού. Επίσης τα εμπλουτισμένα τρόφιμα, όπως τα δημητριακά, το γάλα, το βούτυρο και η μαργαρίνη (αποφύγετε όμως τις μαργαρίνες που περιέχουν τρανς λιπαρά).
Κύριες τροφές που περιέχουν βιταμίνη D
Τροφές Βιταμίνη D (μg ανά 100 γρ.)
Μουρουνέλαιο 210,0
Σκουμπρί, ωμό 8,2
Σολομός, ωμός 7,1
Σολομός, ψητός 5,9
Κρόκος αυγού 4,9
Η αποθήκευση, η επεξεργασία και το μαγείρεμα δεν φαίνονται να επηρεάζουν τη βιταμίνη. Να επισημανθεί ότι η βιταμίνη D3 δεν περιέχεται σε επαρκείς ποσότητες στις τροφές, οπότε δεν είναι δυνατό να λαμβάνει την ποσότητα που χρειάζεται ο οργανισμός με μια τυχαία διατροφή. Στο ανθρώπινο σώμα, η βιταμίνη D παράγεται ως D3. Αυτό συμβαίνει σε όλα τα ζώα. Στα φυτά παράγεται ως D2.
Το ανώτατο ασφαλές όριο για την πρόσληψη της βιταμίνης D, το οποίο έχει τεθεί από την Ευρωπαϊκή Επιστημονική Επιτροπή των Τροφίμων είναι τα 25 μg την ημέρα για τα βρέφη και τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 10 ετών, και τα 50 μg την ημέρα για τον υπόλοιπο πληθυσμό. Συγκριτικά, το ΙΟΜ έχει ορίσει ως ανώτατο ασφαλές όριο για τη βιταμίνη D τα 25 μg την ημέρα για τα βρέφη 0-6 μηνών, τα 37,5 μg για τα βρέφη 6-12 μηνών, τα 62,5 μg για τα παιδιά 1-3 ετών, τα 75 μg για τα παιδιά 4-8 ετών και τα 100 μg για τα άτομα άνω των 9 ετών.7
Εμπλουτισμένες τροφές
Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι δεν εξασφαλίζουν τη συνιστώμενη ποσότητα για τη βιταμίνη D από τη διατροφή. Για όσους δυσκολεύονται να φτάσουν τα συνιστώμενα επίπεδα μέσω της ηλιακής έκθεσης και της διατροφής, τα συμπληρώματα βιταμίνης D και τα εμπλουτισμένα τρόφιμα μπορεί να είναι μια εναλλακτική λύση. Η πρόσφατη ΈΡΕΥΝΑ έχει δείξει, για παράδειγμα, ότι ο εμπλουτισμένος χυμός πορτοκαλιού μπορεί να είναι μία οικονομική επιλογή για την ενίσχυση της πρόσληψης της βιταμίνης D.
Προγράμματα εμπλουτισμού τροφών με βιταμίνη D, τα οποία στοχεύουν σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία σε αρκετές χώρες (όπως ο εμπλουτισμός του γάλακτος στον Καναδά). Αυτό έχει φανεί με ανάλυση των επιπέδων της βιταμίνης D στους πληθυσμούς των χωρών αυτών.
Ο εμπλουτισμός των τροφών (ο υποχρεωτικός όπως και ο εθελοντικός) θα πρέπει να αξιολογείται ως προς την επίδρασή του στη συνολική διατροφική πρόσληψη. Τα υποχρεωτικά προγράμματα εμπλουτισμού με βιταμίνη D έχουν διακριτά πλεονεκτήματα σε σχέση με τα εθελοντικά προγράμματα, καθώς στα τελευταία μπορεί να υπάρχει μεγάλη διακύμανση στον εμπλουτισμό του συστατικού, ακόμα και εντός της ίδιας μάρκας και κατηγορίας τροφίμου (π.χ. δημητριακά πρωινού). Για αυτό οι συμβουλές σε επίπεδο δημόσιας υγείας για την εξασφάλιση επαρκούς ποσότητας βιταμίνης D συστήνουν συμπληρώματα με καλά προσδιορισμένες ημερήσιες δόσεις – ειδικά για τις ομάδες κινδύνου, όπως οι ηλικιωμένοι και οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες- συμπληρωματικά, βεβαίως, της βασικής πρόσληψης της βιταμίνης από τα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων και των εμπλουτισμένων.
Όποια κι αν είναι η προσέγγιση, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η συνολική ημερήσια πρόσληψη της βιταμίνης D, τόσο από τη διατροφή όσο και από τον ήλιο, δεν θα πρέπει να ξεπερνά το ανώτατο ασφαλές όριο των 25 μg και 50 μg (1000 και 2000 IU) ημερησίως, ανάλογα με την ηλικία, που έχει τεθεί από την Ευρωπαϊκή Επιστημονική Επιτροπή των Τροφίμων. Τα άτομα με υψηλότερη έκθεση στον ήλιο, η οποία οδηγεί στην παραγωγή της βιταμίνης, ίσως χρειαστεί να προσέχουν ώστε να μην ξεπερνούν τα ασφαλή όρια από τις τροφές.
Τα κλινικά συμπτώματα της υπερβολικής πρόσληψης βιταμίνης D (υπερβιταμίνωση) περιλαμβάνουν ανορεξία, απώλεια βάρους, αδυναμία, κόπωση, αποπροσανατολισμό, έμετο και δυσκοιλιότητα.